Παρασκευή, 19 Απριλίου 2024

 Μεγάλη Ἑβδομάδα

 

Ἡ πρὸ τοῦ Πάσχα νηστεία τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδας, πού καθιερώθηκε πιθανῶς ἀπό τούς ᾿Αποστόλους κατά τοὺς λόγους τοῦ Κυρίου μας (Ματθαίου θ΄,  15 «ἐλεύσονται δὲ ἡμέραι, ὅταν ἀπαρθῇ ἀπ' αὐτῶν ὁ νυμφίος καὶ τότε νηστεύσουσιν»), ἀπετέλεσε τὴν πρώτη ἀφετηρία τοῦ καταρτισμοῦ τῆς περιόδου τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Ἡ νηστεία αὐτή τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδας ἐξετείνετο κατ᾽ ἀρχὰς σέ 1-2 ἡμέρες : «Οἱ μὲν γὰρ οἴονται µίαν ἡμέραν δεῖν αὐτοὺς νηστεύειν, οἱ δὲ δύο» (Εἰρηναίου, Ἐπιστολή πρὸς Βίκτωρα Ῥώμης, παρ’ Εὐσεβίῳ Ἐκκλησιαστική  Ἱστορία, βιβλίον Ε’, κεφ. 24: PG 24, 697). Ἡ νηστεία αὐτή ἐπεκτάθηκε ἀπὸ τό α’ ἥμισι τοῦ Γ’ αἰῶνος σέ ὁλόκληρη ἑβδομάδα (Διονυσίου ᾿Αλεξανδρείας, Ἐπιστολή πρὸς Βασιλείδην, PG 10, 1277), χωρίς νά τηρεῖται ὅμως πανταχοῦ ὁμοιόμορφα ἀπό ὅλους τούς χριστιανούς, ὅπως συνάγεται ἀπό τήν μαρτυρία τοῦ Ἁγίου Διονυσίου ᾿Αλεξανδρείας (+264): «Οἱ μὲν καὶ πάσας ὑπερτιθέασιν, ἄσιτοι διατελοῦντες· οἱ δέ, δύο, οἱ δέ, τρεῖς, οἱ δέ, τέσσαρας, οἱ δέ, οὐδεμίαν» (ἔνθ' ἀν.).

Οἱ μνῆμες τῶν τριῶν τελευταίων ἡμερῶν τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδας πού ἑορτάζονται ἀπό τούς ἀποστολικούς χρόνους, οἱ τώρα ἰσχύουσες μνῆμες τῶν πρώτων ἡμερῶν αὐτῆς στά Ἱεροσόλυμα ἦταν ἤδη καθιερωμένες τὸν Δ΄ αἰῶνα, ὅπως συνάγεται ἀπό τό Ὁδοιπορικό τῆς Αἰθερίας (τέλη Δ΄ αἰῶνος) (Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, Αἱ κατὰ τὸν Δ΄ αἰῶνα τελεταὶ τῆς Εκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων, «Νέα Σιών», Α’ [1904], σ. 1-32). Οἱ ἴδιες μνῆμες στήν Κωνσταντινούπολη ἐπεκράτησαν ἀργότερα ἀπό τήν ἐπίδραση τοῦ Ἱεροσολυμιτικοῦ Τυπικοῦ. Ἡ πρὸ τοῦ Πάσχα Ἑβδομάδα κλήθηκε ἤδη ἀπὸ τούς πρώτους χριστιανικούς αἰῶνες «Μεγάλη ἑβδομάς». Ἤδη ἡ Αἰθερία ἀναφέρει, ὅτι τὸν Δ΄ αἰῶνα χρησιμοποιοῦνταν στά  Ἱεροσόλυμα ὁ χαρακτηρισμὸς «Μεγάλη Ἑβδομὰς» («quam hic appellant septimana maior). Ἡ ἑβδομάδα αὐτή χαρακτηρίζεται ἔτσι, διότι, κατὰ τὸν Ἰωάννην τὸν Χρυσόστομον «μεγάλα τινὰ καὶ ἀπόρρητα τυγχάνει τὰ ὑπάρξαντα ἡμῖν ἐν αὐτῇ ἀγαθά, Ἐν γὰρ ταύτῃ ὁ χρόνιος ἐλύθη πόλεµος, θάνατος ἐσβέσθη, κατάρα ἀνηρέθη, τοῦ διαβόλου ἢ τυραννὶς κατελύθη, τὰ σκεύη αὐτοῦ διηρπάγη, Θεοῦ καταλλαγή πρὸς ἀνθρώπους γέγονεν» (Ὁμιλία λ΄ εἰς τὴν Γένεσιν, PG 53, 273). «Τὴν μεγάλην ἑβδομάδα πᾶσαν καὶ τὴν μετ᾽ αὐτὴν ἤργουν καὶ οἱ δοῦλοι»· «διότι ἡ μὲν πάθους ἐστίν, ἡ δὲ ἀναστάσεως, καὶ χρεία διδασκαλίας, τίς ὁ παθὼν καὶ ἀναστὰς ἤ τίς ὁ συγχωρήσας ἢ καὶ ἀναστήσας». Διὰ τοῦτο καὶ «ἄπρακτος ἐκαλεῖτο, καὶ ἀπελύοντο οἱ διὰ χρέη καὶ πλημμελήματα κρατούμενοι καὶ ἐσχόλαζον τὰ δικαστήρια. Μόναι δὲ δίκαι ἦσαν συγκεχωρημέναι αἱ πρὸς ἀπελευθέρωσιν δούλων» (Ἰ. Μεσολωρᾶ, Ἐγχειρίδιον Λειτουργικῆς τῆς Ορθοδόξου ᾿Ανατολικῆς Ἐκκλησίας, ᾿Αθῆναι 1985, σ. 64).

 

Μεγάλη Δευτέρα.

Κατά τήν Μεγάλη Δευτέρα μνήμην ποιούμεθα τοῦ «παγκάλου» Ἰωσὴφ καὶ τῆς ὑπὸ τοῦ Κυρίου καταρασθείσης καὶ ξηρανθείσης συκῆς (Ματθαίου κα΄, 18 κ. ἑξ.). Ὁ Ἰωσὴφ εἶναι τύπος τοῦ Χριστοῦ, «ὅτι καὶ ὁ Χριστὸς παρὰ τῶν ὁμοφύλων Ἰουδαίων φθονεῖται καὶ παρὰ τοῦ μαθητοῦ τριάκοντα ἀργυρίοις πιπράσκεται, καὶ εἰς τὸν ζοφώδη σκοτεινὸν λάκκον, τὸν τάφον, ἐγκλείεται κἀκεῖθεν αὐτεξουσίως ἀναρραγείς, βασιλεύει τῆς Αἰγύπτου, καὶ τῆς ἁμαρτίας δηλαδὴ πάσης, καὶ κατὰ κράτος ταύτην νικᾷ, τοῦ κόσμου τε παντὸς ἄρχει, καὶ φιλάνθρωπος ἐξωνεῖται ἡμᾶς διά τῆς μυστικῆς σιτοδοσίας, ὡς ἑαυτὸν ὑπὲρ ἡμῶν δούς,  καὶ ὅτι τρέφει ἡμᾶς οὐρανίῳ ἄρτῳ, τῇ αὐτοῦ ζωηφόρῳ σαρκὶ» (Συναξάριον Μεγάλης Δευτέρας).

Ἡ ὑπὸ τοῦ Κυρίου καταρασθεῖσα καὶ ξηρανθεῖσα συκή εἶναι τὸ σύμβολο παντὸς ἀνθρώπου, πού δέν ἔχει καρποὺς ἀρετῆς, καὶ τοῦ λαοῦ ἐκείνου, πού δὲν φάνηκε ἄξιος τῆς κλήσεως αὐτοῦ. Στήν παραβολή τῶν δύο ἀδελφῶν (Ματθαίου κα΄, 28-32) βλέπουμε τὴν ἐκλογὴ τῶν εἰδωλολατρῶν ἐπειδή θά πιστέψουν στόν Ἰησοῦ Χριστό καὶ τὴν ἐγκατάλειψη τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ ἕνεκα τῆς ἀπορρίψεως τοῦ Μεσσία. ᾿Αφαιρεῖται ἀπό τούς Ἰσραηλῖτες ὁ ἀμπελώνας, ἐνῶ οἱ εἰδωλολάτρες γίνονται κληρονόμοι τοῦ βασιλείου τοῦ Μεσσίου, τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ βασιλείου τῆς ἀπολυτρώσεως καὶ τῆς χάριτος (Ματθαίου κα΄, 33-46). Οἱ εὐαγγελικές αὐτές εἰκόνες ἀποσκοποῦν στὴν ἀφύπνιση τῆς συνειδήσεως μας, ἵνα «κεκαθαρµέναις διανοίαις συµπορευθῶμεν αὐτῷ καὶ συσταυρωθῶμεν καὶ νεκρωθῶμεν δι’ αὐτὸν ταῖς τοῦ βίου ἡδοναῖς, ἵνα καὶ συζήσωμεν αὐτῷ». Τὰ ὀναγνώσματα ἐξ ἄλλου τοῦ μετὰ τῆς Λειτουργίας τῶν Προηγιασμένων συνδεοµένου Ἑσπερινοῦ τῆς Μεγάλης Δευτέρας μιλοῦν περὶ τῆς δουλείας τῆς Αἰγύπτου (Ἐξόδου α΄, 1-21), περὶ τῶν μηχανορραφιῶν τοῦ Διαβόλου (Ἰώβ α΄ 1-12 καὶ περὶ τῶν «ὠδίνων» τοῦ φθειροµένου κόσμου (Ματθαίου κδ΄, 3 κ.ἑξ.). ᾽Αλλὰ ὅλα ταῦτα δὲν ἀποθαρρύνουν τοὺς πιστούς, ἔχοντας ὑπ’ ὄψη τους, ὅτι ὁ Χριστός, «ὁ πλουτῶν θεότητι», προσέφερε τὴν ζωὴ Του «ἀντίλυτρον δι’ ἡμᾶς».

Μεγάλη Τρίτη

Κατά τήν Μεγάλη Τρίτη ἡ παραβολή τῶν δέκα παρθένων «ἐτάχθη παιδεύουσα ἡμᾶς ἐγρηγορέναι καὶ ἑτοίμους εἶναι πρὸς τὴν ὑπάντησιν τοῦ ἀληθινοῦ Νυμφίου». Κατὰ τήν Ἀκολουθία τοῦ ἑσπερινοῦ τῆς Μεγάλης Τρίτης τὰ ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη ἀναγνώσματα (Ἐξόδου β΄, 5-10 καὶ Ἰώβ α΄, 13-22) ἔχουν πασχάλιο χαρακτῆρα, ἐνῶ ἡ εὐαγγελικὴ περικοπή (Ματθαίου κδ΄, 36-51, κε΄, 1-46 καὶ κστ΄, 1-3) μᾶς προτρέπει νὰ γρηγοροῦμε, νὰ διατηροῦμε ἀναμμένες τίς λαμπάδες καὶ νὰ πολλαπλασιάζουμε τὰ τάλαντα μας. Ἡ Ἀκολουθία τοῦ Ὄρθρου τῆς Μεγάλης Τρίτης, ὅπως καὶ ὁ τῆς Μεγάλης Δευτέρας καὶ τῆς Μεγάλης Τετάρτης, λέγεται καὶ ἀκολουθία τοῦ Νυμφίου, ἐπειδὴ κατ’ αὐτὸν ψάλλονται οἱ σχετικοὶ πρὸς τίς παραβολές τῶν δέκα παρθένων καὶ τοῦ βασιλικοῦ γάμου (Ματθαίου κε΄, 1:13, κβ΄, 1-14) ὕμνοι: «Ἰδοὺ ὁ Νυμφίος ἔρχεται... καὶ «Τὸν νυμφῶνά σου βλέπω...». Νυμφίος τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος καὶ πάλι θὰ ἔλθει μετὰ δόξης, «ἵνα κρίνῃ τὸν κόσμον».

Μεγάλη Τετάρτη

Κατὰ τὴν Μεγάλη Τετάρτη, ὁρμώμενοι ἀπό τό παράδειγµα τῆς ἀλειψάσης τὸν Κύριον μέ μῦρο ἁμαρτωλῆς γυναικὸς καὶ τῆς προδοσίας τοῦ Ἰούδα, συμπεραίνουµε, ὅτι «δεινὸν ἡ ραθυμία, µεγάλη ἡ μετάνοια». Ὅλα τὰ ἀναγνώσματα τῆς ἡμέρας ἔχουν ἄμεση ἢ ἔμμεση σχέση πρὸς τὰ πάθη τοῦ Κυρίου (Ἐξόδου β΄, 11:15, Ἰὼβ β΄, 1-10, Ματθ. κστ΄ 6-16 κ.λπ.). Γενικά ἡ Μεγάλη Τετάρτη μᾶς φέρει ἐγγύτερα πρὸς τὸν χρόνο τῆς λυτρώσεως, πρὸς τὸ ἅγιο Πάσχα. Ἤδη κατὰ τὸ ᾿Απόδειπνο τῆς ἡμέρας ψάλλουμε «Ἀνώγεων ἐστρωμένον ἐδέξατό σε τὸν Κτίστην καὶ τοὺς συμμύστας, καὶ αὐτοῦ τὸ Πάσχα ἀπετέλεσας». Τὸ ἀπόγευμα τῆς Μεγάλης Τετάρτης τελεῖται γιά ὅλους τούς  Χριστιανούς ἡ ἀκολουθία τοῦ Μυστηρίου τοῦ Εὐχελαίου.

 

Μεγάλη Πέμπτη

Κατά τήν Μεγάλη Πέμπτη ἑορτάζουμε «τὸν ἱερὸν νιπτῆρα, τὸν μυστικὸν δεῖπνον, τὴν ὑπερφυᾶ προσευχὴν καὶ τὴν προδοσίαν αὐτήν». Τὰ ἀναγνώσματα τῆς ᾿Εξόδου καὶ τοῦ Ἰὼβ (Ἐξόδου ιθ΄, 10-19, Ἰώβ λη΄, 1-23 καὶ μβ΄, 1-5) ὁμιλοῦν γιὰ τίς προϋποθέσεις τῆς ἐπικοινωνίας τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό, ἐνῶ τὸ ἀπό τόν Ἡσαΐα ἀνάγνωσμα (η΄, 4-11) ἔχει ἀρίστην ἐφαρμογὴν στὸν Κύριό μας, πού ἑτοιμάζεται νὰ δώσει τὸν «νῶτον Του εἰς µάστιγας, τὰς δὲ σιαγόνας αὐτοῦ εἰς ραπίσµατα». Ἔπειτα, ἐνῶ ἡ ἀποστολικὴ περικοπή τονίζει τὴν ἀνάγκη τῆς ἀξίας συμμµετοχῆς στὸ ὑπὸ τοῦ Κυρίου «τῇ νυκτὶ ᾗ παρεδίδοτο» ἱδρυθὲν µυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας (Α΄ Κορινθίους ια΄, 23:32), τὰ εὐαγγελικὰ ἀναγνώσματα ἀναφέρονται στὰ ἑορταζόµενα γεγονότα καὶ στὰ Πάθη τοῦ Κυρίου (Λουκ.ᾶ κβ΄, 1 κ. ἑξ., Ματθαίου κστ΄, 2 κ. ἐξ., Ἰωάννου ιγ΄, 3 κ. ἑξ.). Κατὰ τὴν Μεγάλη Πέμπτη ἀπὸ τῶν ἀρχαιοτάτων Χριστιανικῶν χρόνων ἁγιάζεται καὶ ἡ ὕλη τοῦ μυστηρίου τοῦ Χρίσματος, ἤτοι τὸ Ἅγιον Μύρον. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος παραλαμβάνει τό Ἅγιο Μῦρο ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο.

 

Μεγάλη Παρασκευή

Κατά τήν Ἁγία καί Μεγάλη Παρασκευή ἐπιτελοῦμε τὰ ἅγια καὶ σωτήρια φρικτὰ Πάθη τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος μας Ἰησοῦ Χριστοῦ· «τοὺς ἐμπτυσμούς, τὰ ραπίσμµατα, τὰ κολαφίσμµατα, τὰς ὕβρεις, τοὺς γέλωτας, τὴν πορφυρᾶν χλαῖναν, τὸν κάλαµον, τὸν σπόγγον, τὸ ὄξος, τοὺς ἥλους, τὴν λόγχην καὶ πρὸ πάντων τὸν σταυρὸν καὶ τὸν θάνατον, ἃ δι’ ἡμᾶς ἑκὼν κατεδέξατο: ἔτι δὲ τὴν τοῦ εὐγνώμονος ληστοῦ, τοῦ συσταυρωθέντος αὐτῷ σωτήριον ἐν τῷ σταυρῷ ὁμολογίαν»

Ὁ τελούμενος κατά τήν ἑσπέρα τῆς Μεγάλης Πέμπτης Ὄρθρος τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς καλεῖται «Ἀκολουθία τῶν ἁγίων καὶ ἀχράντων παθῶν». Εἶναι πολύ οἰκοδομητικὸ τὸ νὰ γνωρίζει σαφῶς ὁ πιστός, ὅτι ὁ πυρὴνας τῆς ᾿Ακολουθίας αὐτῆς ἀνάγεται στὴν ἀρχαία ἱεροσολυμιτικὴ λειτουργικὴ πρήξη, πρᾶγμα τό ὁποῖο ἀποτελεῖ πιστοποίηση τῆς ἀλήθειας, ὅτι στούς σπουδαιοτάτους σταθμπύς τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους διατηρεῖται παλαιότατο λειτουργικὸ ὑλικό. Ὁ λόγος γιά τήν ἀρχαία ἱεροσολυμιτικὴ λειτουργική πράξή περιελάμβανε τρία τμήματα, ἤτοι α) τὴν μέ  ἄσματα, ἀναγνώσματα καὶ προσευχές νυκτερινὴ λιτανεία, πού  ξεκινοῦσε ἀπό τό Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν καί κατέληγε στὸν ἐπὶ τοῦ τάφου τοῦ Κυρίου ναό, β) τὴν προσκύνῃση τῶν λειψάνων τοῦ Σταυροῦ καὶ γ) τὰ ἐπὶ τοῦ τόπου τῆς Σταυρώσεως λεγόμενα ἀναγνώσματα καὶ προσευχές. Ἡ  ἱεροσολυμιτικὴ λειτουργικὴ πράξη αὐτή, ὑπὸ τὴν ἐπίδραση τοῦ Βυζαντινοῦ Τυπικοῦ, ὁδήγησε στὴν κατὰ τὸν Θ΄ αἰῶνα διαμόρφωση στήν Κωνσταντινούπολη τῆς σημερινής Ἀκολουθίας τῶν Παθῶν, στήν ὁποία τὰ Ἀντίφωνα, τὰ Καθίσµατα, αἱ ἀναγιγνωσκόμενες δώδεκα εὐαγγελικές περικοπές καὶ ἡ ὁραματικὴ δομὴ τῶν ὕμνων ὑποβοηθοῦν τὴν Ἐκκλησία, γιά νά  βυθισθεῖ «εἰς τὸ βαθύτατον µυστήριον τῶν παθῶν καὶ τοῦ θανάτου τοῦ Λυτρωτοῦ». Σημειωτέον, ὅτι μετὰ τὸ ιδ’ Ἀντίφωνο γίνεται ἡ λιτανεία καί, Ψαλλομένου τοῦ ιε’ Ἀντιφώνου, γίνεται ἡ ἔξοδος τοῦ Σταυροῦ, ὅπως ἐπικρατεῖ ἤδη παντοῦ κατά τόν Τυπικὸν καὶ ἡ τοποθέτηση αὐτοῦ στό μέσω τοῦ ναοῦ, πράγμα τό ὁποῖο ἀποτελεῖ τήν περαιτέρω ἐξέλιξη τῆς προσκυνήσεως τῶν λειψάνων τοῦ Τιμίου Σταυροῦ στά Ἱεροσόλυμα καὶ στήν Κωνσταντινούπολη.

Κατά τήν Μεγάλη Παρασκευή δὲν τελεῖται λειτουργία. Τὸ στήν ἱεροσολυμιτική λειτουργική πράξη ἀρχαιότατο ὑλικὸ τῆς Ἀκολουθίας τῶν προσευχῶν καὶ ἀναγνωσμάτων τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς περιελήφθηκε στήν Ἀκολουθίᾳ τῶν ὠρῶν τῆς ἡμέρας αὐτῆς. Μέ τίς διαποτιζόμενες δαψιλέστατα ἀπό τό βιβλικό στοιχεῖο Ὦρες ἡ Ἐκκλησία παρουσιάζει τὰ σεπτὰ πάθη τοῦ Κυρίου, συνυφαινοµένου ὅμως τοῦ πενθίµου τόνου τῆς ὅλης Ἀκολουθίας μαζί μέ τόν νικητήριο χαρακτήρα της. Ἔπειτα στὰ ἄσματα καὶ τίς προσευχές τοῦ ἑσπερινοῦ τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς ὄχι µόνο ὑπομιμνήσκονται τὰ Πάθη, ἀλλ᾽ ὑποφώσκει καὶ ἡ ἡμέρα τῆς νίκης καὶ τῆς Ἀναστάσεως: «δεσμεῖται ὁ λύων τὸν ᾿Αδὰμ τῆς κατάρας... Πιλάτῳ παρίσταται, ᾧ τρόμῳ παρίστανται οὐρανῶν αἱ Δυνάμεις... ξύλῳ κατακρίνεται ὁ κρίνων ζῶντας καὶ νεκρούς· τάφῳ κατακλείεται ὁ καθαιρέτης τοῦ Ἄδου». Τὰ ἀπό τήν Παλαιά καὶ τήν Καινή Διαθήκη ἀναγνώσματα ἔχουν ἀμεσώτατη σχέση πρὸς τὸ ἑορτολογικὸ περιεχόµενο τῆς ἡμέρας, πού μέ αὐτό τόν τρόπο αἰσθητοποιεῖται καὶ μέσω τῆς λιτανείας καὶ τοποθετήσεως τοῦ Ἐπιταφίου στὸ τοποθετημένο στό µέσο τοῦ Ναοῦ κουβούκλιο. Ἄλλοτε ἐτελεῖτο καὶ Λειτουργία Προηγιασμένων κατὰ τὴν ἡμέραν ταύτην. Ἴσως δὲ ἔπαυσε διὰ τὸ μέγεθος τῶν ἄλλων ᾿Ακολουθιῶν.

 

Μέγα Σάββατον.

          Κατὰ τὸ Μέγα Σάββατο, πού εἶναι ἡ τελευταία ἡμέρα τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς καὶ τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδας, ἑορτάζουμε τὴν ταφή καὶ τὴν εἰς Ἄδου κάθοδο τοῦ Κυρίου μας. Ἡ ἑορτὴ αὐτή εἰσήχθηκε ἤδη ἀπό τοὺς ἀποστολικοὺς χρόνους. Κατὰ τὰ τέλη ἤδη τοῦ Δ΄ αἰῶνα, ὅπως συνάγεται ἀπό τό Ὁδοιπορικό τῆς Αἰθερίας, γίνονταν στά Ἱεροσόλυμα οἱ συνηθισμένες ἀκολουθίες τῆς Τρίτης καὶ Ἕκτης, ὅπως ὅλο τό  ἔτος, παρελείπετο ὅμως ἡ Ἐνάτη. Ἐτελεῖτο βεβαίως ἡ ἀκολουθία τῆς παραμονῆς τοῦ Πάσχα καὶ γίνονταν δεκτοὶ στὸ βάπτισμα οἱ κατά τὸ διάστηµα τῆς Τεσσαρακοστῆς προετοιµασθέντες. Αὐτοί μετὰ τὸ βάπτισμα ὁδηγοῦνταν στὸ ναὸ τῆς Ἀναστάσεως, ὅπου ὁ ἐπίσκοπος ἀπηύθυνε εὐχὴν ὑπὲρ αὐτῶν, ἀναμφόβολα καί τήν εὐχή γιά τήν λήωη τοῦ Χρίσµατος, καὶ ἔπειτα σέ πομπή μαζί τους κατηυθύνονταν στὴν μεγάλη ἐκκλησίαν, ὅπου ὅλος ὁ λαὸς ἀνέμενε ἀγρυπνώντας γιά τήν διεξαγωγὴ τῆς ἀκολουθίας τῆς παραμονῆς. Στήν μεγάλη ἐκκλησία τελοῦντας καὶ ἡ θεία Εὐχαριστία. (Παν. Τρεμπέλα, Λειτουργικοί τύποι Αἰγύπτου καὶ ᾿Ανατολῆς, ᾿Αθῆναι 1961, σ. 313).

Θαυμάσιον εἶναι σήμερα τὸ περιεχόµενο τοῦ Μεγάλου Σαββάτου στήν ᾿Ορθόδοξη ᾽Ανατολική Ἐκκλησία. Τὰ περισσότερα τῶν ἀσμάτων, ὅπως καὶ τὰ λαοφιλῆ «Ἐγκώμια», ἔχουν ἀναστάσιµο χαρακτῆρα καὶ περιέχουν πασχάλιες σκέψεις, καί ἐξυμνοῦν «τὸν Ἄδην νεκρώσαντα τῇ ἀστραπῆ τῆς Θεότητος» καὶ τὸν «σώσαντα ἡμᾶς ἐκ τῆς φθορᾶς», τὸν «συντρίψαντα τὸ κράτος τοῦ ἐχθροῦ», τὸν θανατώσαντα «θάνατον θανάτῳ». Τὸ βλέμμα τῆς θεωρούσης ᾿Εκκλησίας στρέφεται πάντοτε ἐκ νέου ἀπὸ τοῦ Σταυροῦ πρὸς τὸν τάφο καὶ τὸν Ἄδη, ἀπὸ τοῦ τάφου καὶ τοῦ Ἄδου πρὸς τὴν ᾽Ανάσταση. Ὅλο καί  σαφέστερα καὶ δυναµικώτερα φανερώνεται στά ἄσματα ἡ βεβαιότητα τῆς ᾿Αναστάσεως. Τὸ προφητικὸ ἀνάγνωσμα (Ἱεζεκιήλ λζ΄, 1-14), πού ἀναγιγνώσκεται μετὰ τῄν ἀποτελοῦσα ἄριστην ἐποπτικὴ ὑπόμνηση τῶν γεγονότων- περιφορὰ τοῦ Ἐπιταφίου, περιέχει τὴν πασχάλιο εἰκόνα τῆς ζωοποιήσεως τῶν νεκρῶν ὀστέων. Τὸ ἀποστολικὸ  ἐξ ἄλλου ἀνάγνωσμα (Α΄ Κορινθίους ε’, 6-8 καὶ Γαλάτας γ’, 13-14) τονίζει, ὅτι «τὸ Πάσχα ἡμῶν, ὑπὲρ ἡμῶν ἐτύθη Χριστὸς» καὶ ὅτι ὁ «Χριστὸς ἡμᾶς ἐξηγόρασεν ἐκ τῆς κατάρας τοῦ νόµου γενόμενος ὑπὲρ ἡμῶν κατάρα». Τέλος πρίν τῆς ἀναγνώσεως τοῦ Εὐαγγελίου (Ματθαίου κζ΄, 62-66) πού ὁμιλεῖ περὶ τῆς φρουρήσεως τοῦ τάφου τοῦ Χριστοῦ, ἡ Ἐκκλησία, πλήρης πασχαλινῆς ἐλπίδος, ἀναφωνεῖ; «Ἀναστήτω ὁ Θεὸς καὶ διασκορπισθήτωσαν οἱ ἐχθροὶ αὐτοῦ».

Κατὰ τήν Ἀκολουθία τοῦ τελούμενου ἑσπερινοῦ τοῦ Πάσχα τό Μεγάλο Σάββατο, στόν ὁποῖο συνάπτεται καὶ ἡ λειτουργία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, οἱ ἱερεῖς φέρουν λευκὴ στολὴ πρὸς δήλωση τῆς χαρᾶς τῆς ᾿Αναστάσεως. Στίς σλαβικές ἐκκλησίες οἱ ἱερεῖς ἀποβάλλουν τὴν πένθιµη στολὴ καὶ περιβάλλονται τὴν λευκὴ καὶ ἀναστάσιμη μετὰ τὸ «Ἀνάστα ὁ Θεός..». Τὰ ἄσματα ἐξυμνοῦν ἤδη τὸ Μυστήριο τῆς ᾿Αναστάσεως: «Δεῦτε λαοί, ὑμνήσωμεν καὶ προσκυνήσῶμεν Χριστόν, δοξάζοντες αὐτοῦ τὴν ἐκ νεκρῶν ἀνάστασιν...»· «τῷ πάθει σου, Χριστέ, παθῶν ἠλευθερώθημεν, καὶ τῇ ᾽Αναστάσει σου ἐκ φθορᾶς ἐλυτρώθημεν, Κύριε». Μετὰ τὴν «Μικρὰν Εἴσοδον» ἀναγινώσκονται τὰ ἀναγνώσματα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης πού ἀνάγονται στήν πολιά ἀρχαιότητα, πού ὄχι µόνο δὲν διασποῦν τὴν ὀργανικὴν ὁλότητα τοῦ λειτουργικοῦ περιεχοµένου τῆς ἡμέρας αὐτῆς, ἀλλ᾽ ἀντίθετα ἐντάσσονται ἁρμονικώτατα στὰ πασχάλια πλαίσια αὐτῆς. Ἔτσι τὰ ἀναγνώσματα αὐτά παρουσιάζουν τὸν Δημιουργὸ Θεόν, πού ἐποίησε τὸ φῶς (Γενέσεως α΄, 1-13), τὴν δόξα τοῦ Κυρίου, ἡ ὁποία «ἀνατέταλκεν ὑπεράνω τῆς καταλαµποµένης ὑπὸ θείου φωτὸς Ἱερουσαλὴμ» (Ἠσαΐου ξ΄, 1-16). τὸν ἀπὸ τόν Ἰσραὴλ, ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα καὶ τῆς ἀπό τούς  Αἰγυπτίους ἀπελευθερώσεως (Ἐξόδου ιβ΄, 1-11), τὸν Ἰωνᾶ ὡς πρότυπο τοῦ ᾿Αναστάντος Χριστοῦ (α’-δ’), τὸν ἀπὸ τούς Ἰσραηλῖτες ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα στήν Χαναὰν (Ἰησοῦ Ναυή ε’, 1-15)· τὴν μέσο τῆς Ἐρυθρᾶς Θαλάσσης διάβαση καὶ τὴν ἐπινίκιο ὠδὴν τοῦ Μωϋσέως (Ἐξόδου ιγ΄, 20, ιδ΄,  32 καὶ ιε΄,  1-19), τὴν λύτρωση τοῦ κόσμου (Σοφονίου γ΄, 8-15), τὴν διά τοῦ προφήτου ᾿Ηλιοὺ ἀνάσταση τοῦ υἱοῦ τῆς χήρας τῶν Σαρεπιῶν (Γ΄, Βασιλειῶν ιη΄, 8-24) τὴν ἀναστάσιμη δόξα τοῦ Χριστοῦ, τὸν πασχάλιο στολισμὸ τῆς Ἐκκλησίας καὶ τίς πασχάλιες χάριτες καὶ δωρεές τῶν λελυτρωμένων (Ἠσαΐου ξα΄,  10- ξβ΄, 5), τὴν ἐν τῷ σπέρµατι τοῦ ᾿Αβραὰμ εὐλογία ὅλων τῶν ἐθνῶν τῆς γῆς (Γενέσεως κβ΄, 1-18) καὶ τὴν αἰώνιο εὐφροσύνη τους (Ἠσαΐου ξα΄, 1 κ. ἑξ.), τὴν ἀνάσταση τοῦ υἱοῦ τῆς Σωμανίτιδος (Δ΄ Βασιλειῶν δ΄, 8-37), τὴν διὰ τοῦ Θεοῦ παροχὴ τῆς λυτρώσεως καὶ θείων χαρίτων (Ἠσαΐου ξγ΄, 11-ξδ΄, 5), τὴν διὰ τῆς ἐλεύσεως τοῦ Πάσχα σύναψιν τῆς Καινῆς Διαθήκης (Ἱερ. λα΄ 31-34)·. τὴν ἐκ τῆς καµίνου σωτηρία τῶν τριῶν Παίδων (Δανιήλ γ΄, 1-56). Στὸ τελευταῖον αὐτό ἀνάγνωσμα συνάπτεται καὶ ὁ ἐξαίσιος ὕμνος τῶν τριῶν Παίδων, μέ τόν ὁποῖο ὅλη ἡ κτίση καλεῖται νὰ ὑμνήσει τὸν Νικητὴ τοῦ Πάσχα.

Στὴν ἀρχαία Ἐκκλησία οἱ κατηχούμενοι κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἀναγνώσεως τῶν προφητειῶν αὐτῶν ἢ μετὰ τὴν ἀνάγνωση τῆς τελευταίας κατηυθύνοντο στὸ Βαπτιστήριον. Μετὰ ταῦτα, μέ τό  στόµατος τοῦ Ἀποστόλου Παύλου (Πρός Ρωμαίους στ΄, 3-11) ἀντηχεῖ τὸ πασχάλιο μήνυμα: «Ὅσοι εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθημεν, εἰς τὸν θάναιον αὐτοῦ ἐβαπιίσθημεν... Εἰ δὲ ἀπεθάνομεν σὺν Χριστῷ, πιστεύοµεν, ὅτι καὶ συζήσοµεν αὐτῷ». Ἡ πασχάλια χαρά κορυφώνεται μέ τόν στίχο: «Ἀνάστα, ὁ Θεός, κρῖνον τὴν γῆν, ὅτι σὺ κατακληρονομήσεις ἐν πᾶσι τοῖς ἔθνεσιν». Ἔτσι τοῦ «σταυρωσίµου Πάσχα» πού βρίσκεται στὸ τέλος του καὶ τοῦ «ἀναστασίμου Πάσχα πού ἀνατέλλει, τὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα μεταδίδει τὸ μήνυμα περὶ τοῦ κενοῦ τάφου καὶ περὶ τῆς ᾿Αναστάσεως, πού κατὰ τὸ Κοινωνικὸ τῆς ἡμέρας, σηµαίνει τὴν δική µας σωτηρία: «Ἐξηγέρθη ὡς ὑπνῶν Κύριος καὶ ἀνέστη σῴζων ἡμᾶς. ᾽Αλληλούϊα»,

20181205 165004

Ιερά Μητρόπολη

Καισαριανής Βύρωνος & Υμηττού

Φορμίωνος 83

16121, Καισαριανή

Τηλ. : 210 7224123 - 210 7237133

Fax : 210 7223584

email :info@imkby.gr

ΤΟΠΟΘΕΣΙΑ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ

images