Κυριακή τῆς Τυρινῆς
Κυριακή 2 Μαρτίου 2025
«Σὺ τὶς εἶ ὁ κρίνων;»
Ξέρετε ὅλοι, ἀδελφοί μου, πὼς ὁ Χριστός στάθηκε γεμᾶτος ἀπέραντο ἔλεος καὶ συγκατάβαση μπροστὰ σὲ κάθε λογῆς ἁμαρτωλό, ἔξω μονάχα ἀπὸ ἕνα εἶδος, στὸ ὁποῖο ἔδειξε ἀγανάκτηση καὶ ὀργὴ μεγάλη. Συγχώρεσε τοὺς τελῶνες, τὶς πόρνες καὶ τοὺς ληστές, μιὰ ἄλλη ὅμως ἁμαρτία δὲν τὴν ὑπέφερε μπροστά του. Αὐτοὶ ποὺ εἶχαν οἱ Φαρισαῖοι. Ἀπέναντι τους δὲν βρῆκε μαλακά καὶ γλυκὰ λόγια νὰ πεῖ, καθὼς ἔκανε γιὰ ὅλους τοὺς ἄλλους ἁμαρτωλούς, ἀλλὰ τοὺς σφενδόνισε τὰ φοβερὰ ἐκεῖνα «Οὐαί».
Ποιά ἦταν ἡ ἁμαρτία τῶν Φαρισαίων, ποὺ ὁ Κύριος, κάνοντας γιὰ αὐτὴν ἐξαίρεση, ἀνάμεσα σὲ ὅλες τὶς ἄλλες, δὲν τὴν ἀνέχεται καθόλου καὶ δὲν μακροθυμεῖ ἀπέναντί της; Δὲν ὑπάρχει χριστιανός, ποὺ νὰ μὴν τὴν ἔχει ὑπόψη του. Ἡ ἁμαρτία τῶν Φαρισαίων εἶναι, θὰ ἀπαντήσουν ὅλοι, ἡ ὑποκρισία. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μᾶς τὴν ἔδειξε, λέγοντας τούς Φαρισαίους ὑποκριτές. Οὐαί Φαρισαῖοι ὑποκριτές.
Ὡστόσο, ἀδελφοί μου, δὲν εἶναι μονάχα ὑποκρισία αὐτὸ ποὺ ἔβλεπε ὁ Κύριος στοὺς Φαρισαίους. Πλάϊ της θεωροῦσε καὶ μιὰ ἄλλη, τὸ ἴδιο ἀνυπόφορη γι’ αὐτόν καὶ σιχαμερὴ ἁμαρτία: τὴν κατάκριση. Καὶ τὸ ὅτι ὁ φαρισαϊσμὸς δὲν εἶναι φτιαγμένος μονάχα ἀπὸ τὴν ὑποκρισία, ἀλλὰ κι ἀπὸ τὴν κατάκριση, τὸ δίδαξε ὁ ἴδιος ὁ Κύριός μας ξεκάθαρα. Ποῦ καὶ πῶς; Στὴν παραβολὴ τοῦ Τελώνου καὶ τοῦ Φαρισαίου, μὲ ἐκείνη τὴ φράση ποὺ ὁ Φαρισαῖος, ἀνάμεσα στὶς ἄλλες, εἶπε στὴν ἀπαίσια προσευχή του : «οὐκ εἶμι ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων.....καί ὡς οὗτος ὁ τελώνης». Ἀπὸ αὐτήν, λοιπόν, τὴν φοβερή, τὴν θανάσιμη ἁμαρτία, τὴν δίδυμη ἀδερφὴ τῆς ὑποκρισίας, θέλει νὰ μᾶς προφυλάξει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος σήμερα. Γι’ αὐτὸ καὶ ἐρωτὰ ὅποιον πάει νὰ κατακρίνει τόν πλησίον του: «σὺ τὶς εἶ ὁ κρίνων;».
Ὦ! Σωτήριο ἐρώτημα! Ὅταν μιὰ ψυχὴ δὲν ἔχει πορωθεῖ, τὴν σταματᾶς ἔγκαιρα ἀπὸ τὸ θανάσιμο ὀλίσθημα τῆς κατακρίσεως. Ποιός εἶσαι ἐσὺ ποὺ κρίνεις τόν ἀδερφόν σου;
Εἶμαι πρῶτα-πρῶτα ἄνθρωπος. Τὴν κρίση τῶν ἁμαρτωλῶν τὴν ἔχει μόνο ὁ Θεός. Ἀλλὰ καὶ ὁ Θεὸς ἀκόμα παραιτήθηκε ἀπὸ ἕνα τέτοιο δικαίωμα γιὰ ὅσο ὑπάρχει αὐτὸς ὁ κόσμος ἐδῶ. Γράφει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης γιὰ τὸ Χριστό πώς: «οὐκ ἦλθεν ἵνα κρίνει τὸν κόσμον, ἀλλὰ ἵνα σωθεῖ ὁ κόσμος δι’ αὐτοῦ». Θὰ τὸν κρίνει μιὰ μέρα, ἀλλὰ ὅταν θὰ ξαναέρθει μέσα στὴν δόξα τῆς θεότητός του, τὴν ἡμέρα τῆς δευτέρας παρουσίας Του. Ἐκείνη τὴν ἡμέρα θὰ εἶναι ἡ μέρα ἡ μεγάλη καὶ ἐπιφανής, ἡμέρα τῆς κρίσεως.
Λοιπὸν, ὁ Θεός, ὁ μόνος ποὺ ἔχει δικαίωμα νὰ κρίνει τὸ πλάσμα του, δὲν τὸ κάνει. Παραμερίζει αὐτὸ τὸ δικαίωμα, τὸ ἀφήνει γιὰ τὸ μέλλον καὶ βλέπει τὸ πλάσμα του μονάχα μὲ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν μακροθυμία.
Ἂν ὁ Θεὸς δὲν θέλει νὰ κρίνει τώρα τοὺς ἁμαρτωλούς, πὼς τολμᾶ ὁ ἄνθρωπος νὰ κάνει κάτι παρόμοιο, ἐνῷ δὲν ἔχει καὶ δὲν θὰ ἔχει ποτὲ αὐτὸ τὸ δικαίωμα;
Ἐσύ ποιός εἶσαι ποὺ κρίνεις καὶ κατακρίνεις τόν πλησίον σου;
Εἶμαι ἄνθρωπος καὶ κάτι ἄλλο ἀκόμη, ποὺ κάνει πιὸ φοβερὴ τὴν ἁμαρτία μου νὰ κρίνω τόν πλησίον μου. Εἶμαι καὶ ἁμαρτωλὸς σὰν τὸν πλησίον μου. Δὲν κρίνει ὁ Πανάγιος, ὁ ἀναμάρτητος Θεὸς καὶ κρίνεις ἐσύ, ποὺ εἶσαι γεμᾶτος ἀπὸ ἁμαρτίες; Πὼς θέλεις νὰ τὸ ἀνεχθεῖ αὐτὸ ὁ ἀνεξίκακος Κύριος;
Κάθε φορά, λοιπόν, ποὺ ὁ πονηρός, ὁ κατασκότεινος ὑποκριτὴς καὶ ὑποκινητής, σὲ σπρώχνει, ἀδελφέ μου, νὰ κρίνεις καὶ νὰ κατακρίνεις τόν πλησίον σου, θυμήσου αὐτὸ τὸ ἐρώτημα, ποὺ ἀπευθύνει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος σήμερα. Αὐτὸ τὸ ἐρώτημα εἶναι μιὰ τροχοπέδη στὴν γλῶσσα ποὺ πάει νὰ κινηθεῖ πρὸς τὴν κατάκριση. Εἶναι μιὰ πινακίδα στὸν χριστιανικὸ δρόμο, μὲ γράμματα πύρινα, ποὺ εἰδοποιεῖ πὼς ἂν στρίψουμε κατὰ τὸ μέρος αὐτό, μᾶς περιμένει ὁ γκρεμός.
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μοιάζει μὲ ἕνα ἀκοίμητο σκοπό, ποὺ ἔβαλε ὁ Θεὸς μπροστὰ στὸν ἀπαγορευμένο χῶρο τῆς φρικτῆς αὐτῆς ἁμαρτίας.
Φυλάσσει ἐκεῖ καὶ σὰν κάνουμε νὰ πλησιάσουμε, μᾶς σταματᾶ μὲ τὸ «τὶς εἶ;» ποὺ ἀκούσαμε σήμερα στὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα. «Τὶς εἶ ὁ κρίνων;»
Ποιός εἶσαι ἐσὺ ποὺ πᾶς νὰ κρίνεις; Στάσου ἐκεῖ ποὺ βρίσκεσαι, λέγει προστακτικὰ ὁ Παῦλος. Μὴν προχωρήσεις στὸν θανάσιμο χῶρο τῆς κατακρίσεως. Θυμήσου πὼς εἶσαι ἕνας ἁμαρτωλὸς κι ἐσὺ καὶ ἔχεις ἀνάγκη τοῦ θείου ἐλέους. Ἀλλὰ τὸ θεῖο ἔλεος θὰ ἀποτραβηχτεῖ ἀπὸ γύρω σου, ὅταν ξεχνῶντας ποιός εἶσαι κρίνεις τόν ἀδελφόν σου.
Ἀγαθὲ Κύριε, φύλαξέ μας ἀπὸ τὴν κατάκριση καὶ μάθε μας νὰ κατακρίνουμε μονάχα τὸν ἑαυτόν μας. ΑΜΗΝ.