Κυριακή, 28 Απριλίου 2024

ΡΗΜΑΤΑ ΖΩΗΣ

Ἡ μελέτη καί γνώση τῆς Ἁγίας Γραφῆς

Τοῦ  Μητροπολίτου Καισαριανῆς, Βύρωνος καί Ὑμηττοῦ Δανιήλ

Ὁ πιστός καθοδηγεῖται στή ζωή του ἀπό τόν Θεό γιά νά ἀποκτήσει ἐπίγνωση τοῦ θελήματός Του καί τῆς ἀληθείας Του προφυλάσσοντάς τον ἀπό τήν κακία ὥστε ἀποκτώντας τίς ἀρετές νά γίνει «κοινωνός θείας φύσεως»[1]. Αὐτή τήν βοήθεια ὁ πάνσοφος Δημιουργός τήν προσφέρει μέ τήν Ἁγία Γραφή.

  1. Ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ τοῦ θελήματος Του καί τῶν ἔργων Του στήν Ἁγία Γραφή

Στήν Ἁγία Γραφή ἀποκαλύπτεται ὁ Θεός, ἡ φύση Του, τό θέλημά Του καί τά ἔργα Του. Δέν ἦταν δυνατό νά γνωρίσει ὁ ἄνθρωπος τόν Θεό, ἄν ὁ ἴδιος ὁ Θεός δέν φανερωνόταν σ’ αὐτόν.  Ἀλλά ὁ Θεός θέλησε ν’ ἀποκαλυφθεῖ ὁ Ἴδιος στόν ἄνθρωπο καί, ὅπως παραστατικώτατα ἀναφέρεται στήν Γένεση τοῦ Μωϋσέως ἀμέσως μετά τήν δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου καί τήν ἐγκατάστασή του στόν Παράδεισο τῆς Ἐδέμ, ὁ Θεός ἐπεσκεπτόταν τό ζεῦγος τῶν Πρωτοπλάστων καθημερινῶς κατά τό δειλινό[2].

Μετά τήν παρακοή καί παράβαση τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ ἀπό τούς Πρωτοπλάστους (Γενέσεως γ΄ καί ἑξῆς) διατηρήθηκε ἡ περί τοῦ Θεοῦ γνώση στούς Πρωτοπλάστους πού τήν μετέδωσαν τούς ἀπογόνους τους. Βαθμηδόν ὅμως περιωρίσθηκε σέ λίγους μόνο ἀπογόνους τοῦ Σήθ, τοῦ τρίτου υἱοῦ τῶν Πρωτοπλάστων πού γεννήθηκε μετά τόν φόνο τοῦ Ἄβελ ἀπό τόν Κάϊν, μέχρι τοῦ Νῶε, τοῦ ὁποίου ἡ οἰκογένεια ἐπέζησε τοῦ κατακλυσμοῦ.

Ἐπειδή ὅμως καί οἱ ἀπόγονοι τοῦ Νῶε μετά τόν κατακλυσμό ἀπομακρύνθηκαν καί αὐτοί βαθμηδόν ἀπό τήν ἀλήθεια, ὁ Θεός εὐδόκησε νά ἀνανεώσει τήν ἀποκάλυψή  Του ἐμφανιζόμενος στόν Ἀβραάμ καί τούς ἀπογόνους του.

Ὅλα αὐτά διατηρήθηκαν μέ τήν προφορική παράδοση, ἀπό στόμα σέ στόμα, μεταξύ τῶν ἀνθρώπων πού ἦσαν ἀπόγονοι τοῦ Ἀβραάμ, τοῦ Ἰσαάκ καί τοῦ Ἰακώβ σύμφωνα πρός τήν ἐπαγγελία πού εἶχε δώσει πρός αὐτούς ὁ Θεός μέχρι τῆς ἐποχῆς τοῦ Μωυσέως.

Στόν Μωϋσῆ ἀποκαλύφθηκε μ’ ἕνα μοναδικό τρόπο ὁ Θεός στόν ὁποῖο δόθηκε γραπτά ὁ θεῖος νόμος (Δεκάλογος) στό ὄρος  Σινᾶ[3]. Ὁ Μωυσῆς ἔγραψε τήν ἱστορία τῆς ἐπιδόσεως σ’ αὐτόν τοῦ γραπτοῦ νόμου, μαζί καί μέ ὅσα ἄλλα φανέρωσε σ’ αὐτόν ὁ Θεός, καθώς καί ἐκεῖνα πού μέχρι τῆς ἐποχῆς του εἶχαν διασωθεῖ ἀπό τήν προφορική παράδοση τῶν προγόνων του. Καί μέ τόν τρόπο αὐτό προέκυψαν τά πρῶτα ἱερά βιβλία τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ, ὁ ὁποῖος κατώρθωσε μέχρι τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ἀλλά καί μετά ταῦτα, νά διατηρήσει τήν πίστη στόν Ἕνα καί ἀληθινό Θεό, μέσα σ’ ὅλες τίς ἐθνικές περιστάσεις ἀπό τίς ὁποῖες πέρασε σ’ ὅλο τό διάστημα αὐτό. Αὐτά τά πέντε πρῶτα ἱερά βιβλία εἶναι γνωστά μέχρι σήμερα μέ τό κοινό ὄμομα «Πεντάτευχος τοῦ Μωυσέως». Ἀναλόγως δέ τοῦ περιεχομένου του ἔλαβε τό καθένα ἀπ’ αὐτά καί τό ἰδιαίτερο ὄνομά του, ἀπό τήν ἐποχή πού μεταφράσθηκαν ἀπό τά Ἑβραϊκά στήν Ἑλληνική, ἐνῶ στά ἑβραϊκά ἀποκαλοῦνται μέ τήν πρώτη λέξη, μέ τήν ὁποία ἀρχίζει κάθε βίβλίο, π.χ. ἡ Γένεση ἔλαβε τό ὄνομα «μπερεσίθ», ἐπειδή ἀρχίζει μέ τόν ἐμπρόθετο προσδιορισμό «μπερεσίθ» δηλαδή «ἐν ἀρχῇ».

Σ’ αὐτά τά πρῶτα πέντε βιβλία τοῦ Μωϋσέως προστέθηκε ἔπειτα τό βιβλίο τοῦ Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ, πού περιέχει τήν ἔνδοξη ἱστορία τῆς εἰσόδου τῶν Ἰσραηλιτῶν στήν γῆ τῆς ἐπαγγελίας καί ἀργότερα προστέθηκε τό βιβλίο τῶν Κριτῶν, πού περιέχει τά κατορθώματα τῶν διαδόχων τοῦ Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ. Ὕστερα δέ ἀπ’ αὐτό γράφηκαν τά τέσσαρα Βιβλία τῶν Βασιλειῶν καί κατόπιν τά βιβλία τῶν Παραλειπομένων στά ὁποῖα περιλαμβάνεται ἡ ἱστορία τῶν Βασιλέων τοῦ Ἰσραήλ καί ὅλα τά ἄλλα βιβλία, ποιητικά καί διδακτικά, καθώς καί τό βιβλίο τῶν Ψαλμῶν. Τά βιβλία τῶν δεκαέξι Προφητῶν συγκροτοῦνται σέ δύο ἑνότητες ἀναλόγως τῆς ἐκτάσεώς τους. Ἐλάσσονες Προφῆτες εἶναι μικρότερα σέ ἔκταση βιβλία. Μείζονες  Προφῆτες εἶναι ἐκτενέστερα βιβλία. Τελευταῖα γράφτηκαν τά τρία βιβλία τῶν Μακκαβαίων.

Μέ τά τρία αὐτά βιβλία συμπληρώνεται τό πρῶτο τμῆμα τῆς Ἁγίας Γραφῆς, πού περιλαμβάνει 49 στό σύνολο της βιβλία, τά ὁποῖα γράφηκαν πρό τῆς γεννήσεως τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ σέ διάστημα 1100-1300 ἐτῶν. Αὐτή εἶναι ἡ Παλαιά Διαθήκη.

Τά βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης γράφτηκαν τά περισσότερα πρωτοτύπως στήν ἑβραϊκή καί μερικά στήν ἑλληνική. Σταδιακά ὅμως οἱ Ἑβραῖοι πού ζοῦσαν στήν διασπορά ἐκτός τοῦ Ἰσραήλ ἔπαψαν νά ὁμιλοῦν τήν μητρική γλῶσσα τους καί χρησιμοποιοῦσαν τήν ἑλληνική τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Αὐτό ἀποτέλεσε τήν ἀφορμή ὅλα τά βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης νά μεταφρασθοῦν στήν ἑλληνική. Αὐτό τό ἔργο τό ἀνέλαβαν νά τό πραγματοποιήσουν οἱ ἑβδομήκοντα δύο λόγιοι Ἰουδαῖοι γνῶστες τῆς ἑλληνικῆς μέ ἐντολή τοῦ Κυβερνήτου τῆς Αἰγύπτου Πτολεμαίου Β΄ τοῦ Φιλαδέλφου στήν Ἀλεξάνδρεια πού παρακινήθηκε ἀπό τόν Διευθυντή τῆς Ἀλεξανδρινῆς Βιβλιοθήκης Δημήτριο Φαληρέα νά ζητήσει τήν νομοθεσία τῶν Ἑβραίων γιά νά ἐμπλουτίσει τήν Βιβλιοθήκη. Ἔτσι ἡ ἑλληνική μετάφραση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης φέρει τό ὄνομα τῶν «Ἑβδομήκοντα Δύο » ἤ συνοπτικά (Ο΄) πού τό γράμμα (ο΄) ἀντιστοιχεῖ στόν ἀραβικό ἀριθμό 70. Μεταξύ τῶν δύο κειμένων ἑβραϊκοῦ καί ἑλληνικοῦ ὑπάρχουν μερικές διαφορές, ἄλλα βιβλία συμπτύσονται - ἄλλα διαχωρίζονται. Ἐπί τοῦ περιεχομένου ὅμως δέν σημειώνεται διαφωνία.  

Ὅπως ἐλέχθη στήν προηγούμενη παράγραφο ἡ  Παλαιά Διαθήκη περιέχει τήν πρώτη γραπτή  ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ καί τοῦ θέλήματός Του. Ἐπειδή ὅμως ὁ ἄνθρωπος εἶχε καταπέσει, ἕνεκα τῆς ἁμαρτίας, καί δέν  ἦταν σέ θέση ν’ ἀντιληφθεῖ ἀκόμη περισσότερα πράγματα περί τοῦ Θεοῦ, οὔτε καί ὁλόκληρο τό θέλημά Του, ὁ Ἴδιος ὁ Θεός θέλησε ν’ ἀποκαλυφθεῖ τότε ἐν μέρει μόνον, δηλ. ὅσον ἦταν δυνατόν νά γίνει τήν ἐποχή ἐκείνη ἀντιληπτό ἀπό τούς ἀνθρώπους «καθώς ἠδύναντο» καί δέν ζήτησε περισσότερα πράγματα ἀπ’ αὐτούς, παρά μόνον ὅσα ἦταν ἀπαραίτητα γιά νά κάμουν τά πρῶτα καλά βήματα στό δρόμο τοῦ Θεοῦ, ἀπό τόν ὁποῖο τόσο πολύ εἶχαν ἀπομακρυνθεῖ.

Αὐτή ἡ ἀποκάλυψη δέν ἔγινε πρός ὅλους γενικά τούς ἀνθρώπους, διότι στούς περισσοτέρους ἀπ’ αὐτούς οὔτε αὐτή δέν ἦταν δυνατό νά γίνει ἀντιληπτή. Ἀλλά μέ μεγάλη σοφία ὁ Θεός προετοίμασε τό κατάλληλο ἔδαφος μέ ἕνα λαό, τό λαό τοῦ Ἰσραήλ, ὁ ὁποῖος γι’ αὐτό ὀνομάσθηκε στήν ἱστορία «ἐκλεκτός» λαός τοῦ Θεοῦ δηλ. ἐκλεγμένος λαός ἀπό τόν Θεό γιά νά ἐκπληρώσει ἕνα συγκεκριμένο σκοπό στά σχέδια τοῦ Θεοῦ. Γιά τόν καταρτισμό  αὐτοῦ τοῦ λαοῦ ἐργάσθηκε μέ πολλή ὑπομονή καί μακροθυμία γιά πολλούς αἰῶνες. Μεταξύ  αὐτοῦ του λαοῦ ἀνεδείχθηκαν ἄνθρωποι ἱκανοί νά τοῦ μεταδώσουν ὅσα ὁ Θεός τούς φανέρωνε. Αὐτοί οἱ ἄνθρωποι εἶναι οἱ Πατριάρχες, οἱ Προφῆτες καί οἱ Δίκαιοι τοῦ Ἰσραήλ. Καί σ’ αὐτούς ὀφείλεται  καί ἡ συγγραφή τῶν ἱερῶν βιβλίων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, στά ὁποῖα περιέχονται καί ὅσα ὁ Θεός θέλησε τότε νά φανερώσει γιά χάρη τοῦ λαοῦ Του καί ὅσα ἔπραξε, ἐπίσης χάρη τοῦ ἰδίου λαοῦ, γιά νά τόν καταρτίσει καί νά τόν καταστήσει ἱκανό νά χρησιμεύσει ὡς κέντρο καί πυρήνας τῆς θρησκευτικῆς καί ἠθικῆς ἀναμορφώσεως τῆς ἀνθρωπότητας. Αὐτό ἀκριβῶς ἀργότερα τό ἀντιλήφθηκε καί θαυμάσια τό καθόρισε ὁ δίκαιος Συμεών στήν περίφημη εὐχαριστήριο προσευχή του, ὅταν ἀξιώθηκε νά δεχθεῖ στίς ἀγκάλες του τόν Σωτήρα ὡς βρέφος 40 ἡμερῶν[4].

Μεταξύ ἐκείνων, πού ὁ Θεός θέλησε νά φανερώσει τήν ἐποχή ἐκείνη, τήν σπουδαιότερη θέση κατέχουν ὅσα ἀναφέρονται στήν  προαναγγελλομένη ἔλευση τοῦ Σωτῆρα, πρόκεται γιά τίς Μεσσιανικές Προφητεῖες. Αὐτές δέ, ὅσο προχωροῦσαν οἱ αἰῶνες, τόσο γίνονταν περισσότερες καί λεπτομερέστερες καί κατά γράμμα «ὅτε ἦλθε τό πλήρωμα τοῦ χρόνου»[5] ἐκπληρώθηκαν στό πρόσωπο καί τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί στό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας Του.

«Ὅτε ἦλθε τό πλήρωμα τοῦ χρόνου», γεννήθηκε ἐκ τῆς Παρθένου Μαρίας ὁ Θεάνθρωπος Λυτρωτής, ὁ Κύριος μας Ἰησοῦς Χριστός, ὁ ἐνανθρωπήσας Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ. Τότε  συμπληρώθηκε καί  ὁλοκληρώθηκε ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ καί τοῦ θελήματός Του. Διότι «ἡ  χάρις καί ἡ ἀλήθεια διά Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐγένετο»[6] ὅπως λέγει καί ὁ ἱερός Εὐαγγελιστής Ἰωάννης. Ὁ τρόπος, μέ τόν ὁποῖο ἔγινε αὐτή ἡ συμπλήρωση καί ἡ ὁλοκλήρωση τῆς θείας ἀποκαλύψεως διά τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, δηλαδή τά γεγονότα τῆς ζωῆς καί ἡ διδασκαλία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐκτέθηκε ἀπό τούς αὐτόπτες καί αὐτήκοους μάρτυρές Του δηλαδή ἀπό ἐκείνους πού αὐτοπροσώπως Τόν γνώρισαν καί Τόν ἄκουσαν καί ἀπό ἐκείνους πού τά πληροφορήθηκαν ἀπ’ αὐτούς στά τέσσαρα Εὐαγγέλια (Κατά Ματθαῖον, Κατά Μᾶρκον, Κατά Λουκᾶν, Κατά Ἰωάννην). Συγχρόνως δέ μέ αὐτά γράφηκαν καί ὅσα συνέβηκαν μετά τήν Ἀνάληψη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί ὅσα, ἐν τῷ μεταξύ οἱ συνεχιστές τοῦ ἔργου Του ἐμπνεύσθηκαν ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα, τό Ὁποῖο Ἐκεῖνος ἀπέστειλε σ’ αὐτούς κατά τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, σύμφωνα μέ τήν ὑπόσχεση πού τούς εἶχε δώσει: «Ὅταν δέ ἔλθη ὁ Παράκλητος, τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὅν ἐγώ πέμψω ὑμῖν παρά τοῦ Πατρός,... ἐκεῖνος ὑπομνήσει ὑμῖν πάντα ὅσα εἶπον ὑμῖν... ἐκεῖνος ὁδηγήσει ὑμᾶς εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθειαν»[7]. Αὐτά ὅλα περιέχονται στίς «Πράξεις τῶν Ἀποστόλων», στίς 14 ἐπιστολές τοῦ Ἀποστόλου Παύλου καί στίς 7 Καθολικές ( Ἰακώβου, Α΄ καί Β΄ Πέτρου, Α΄, Β΄ καί Γ΄ Ἰωάννου, Ἰούδα) καί στήν «Ἀποκάλυψη» τοῦ Ἰωάννου.

Αὐτά τά ἱερά βιβλία, 27 στόν ἀριθμό γράφτηκαν τμηματικά καί βαθμηδόν σέ διάστημα 50 περίπου ἐτῶν μετά τήν Ἀνάληψη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί ἀποτελοῦν τό δεύτερο τμῆμα τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τήν  Καινή Διαθήκη.

Αὐτές λοιπόν οἱ δύο «Διαθῆκες» ἡ Παλαιά πού γράφτηκε πρό Χριστοῦ καί ἡ Καινή πού γράφτηκε μετά Χριστόν ἀποτελοῦν τήν Ἁγία Γραφή (ἤ τίς Ἁγίες Γραφές ἤ τήν Βίβλο) πού περιέχεται ὁ γραπτός λόγος τοῦ Θεοῦ, ἡ γραπτή ἀποκάλυψη περί τοῦ Θεοῦ καί τοῦ θελήματός Του, καί ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τήν μία ἀπό τίς δύο ἱερές πηγές τῆς ὀρθοδόξου πίστεως τῆς «Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας μας».

Ἡ δεύτερη πηγή τῆς Ὀρθοδόξου πίστεώς μας εἶναι ἡ «Ἱερά Παράδοσις».

                                                * * * * *

  1. Παιδεία Κυρίου

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἀναφέρεται στήν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ πού ἔγινε σταδιακά, ὅπως ἐξηγήσαμε καί κορυφώθηκε μέ τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Λέγει ὅτι σκοπός αὐτῆς τῆς σωτήριας γιά τούς ἀνθρώπους ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ εἶναι νά τούς καθοδηγήσει νά ἀρνηθοῦν τήν ἀσέβεια καί τίς ἁμαρτωλές ἐπιθυμίες καί νά ζήσουν μέ σωφροσύνη, μέ δικαιοσύνη καί μέ εὐσέβεια στόν παρόντα αἰῶνα[8]. Συνεπῶς ὅπως ὁ ἐπιστήμων καί ὁ ἐπαγγελματίας πρέπει νά ἔχουν κάποια μόρφωση τῆς εἰδικότητάς τους, γιά νά ζήσουν, ἐργασθοῦν καί εὐδοκιμήσουν, ἔτσι καί ὁ Χριστιανός πρέπει νά θεωρήσει καθῆκόν του ἀσυγκρίτως ἀνώτερο καί ἀναγκαιότερο νά μελετήσει τήν Ἁγία Γραφή, τό Εὐαγγέλιο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, μέ τό ὁποῖο θά ἀποκτήσει ἐπίγνωση τῆς ὑψηλῆς ἰδιότητας πού ἔχει ὡς Χριστιανός. Κάθε γνώση ἄλλη, ὅσον καί ἄν εἶναι χρήσιμη, ἔχει ὅμως τόν περιορισμό τοῦ χρόνου, καθ’ ὅσον μέχρι τοῦ τάφου μόνον ἀκολουθεῖ. Ἐνῶ ἡ κατά Χριστόν μόρφωση, πού παρέχει ἡ Ἁγία Γραφή, καθιστᾶ τόν ἄνθρωπο εὐτυχῆ καί στήν παροῦσα ζωή καί στήν αἰωνιότητα[9].

Στήν συνέχεια τονίζονται ὁρισμένα χαρακτηριστικά πού ἀναδεικνύουν τήν Ἁγία Γραφή ὡς τό μέσο πού διαμορφώνει τόν χαρακτήρα τοῦ ἀνθρώπου κατά τήν «ἄνωθεν σοφία»[10].

α΄. Ἡ Ἁγία Γραφή εἶναι τό ὑπέροχο σχολεῖο τῶν Ἁγίων.

Ἀπό τόν Ψαλμό 118 (119) τόν γνωστό «Ἄμωμο» φαίνεται, ὅτι ὁ βασιλεύς Δαυΐδ μελετοῦσε ἐπισταμένως τίς Ἅγιες Γραφές ἀδιάκοπα καί περιγράφει τόν δίκαιο ἄνθρωπο μέ τίς ἀρετές του[11]. Εἴθε αὐτός νά ἦταν ὁ χαρακτήρας ὅλων, ὅσοι ἀποκαλοῦνται Χριστιανοί. Εἴθε, ὄχι μόνον νά ἀναγίνωσκαν ἀδιακόπως τίς Ἅγιες Γραφές, νά ἔχαιραν σ’ αὐτές ἀλλά καί νά τίς τηροῦσαν. Ὁ θεῖος Διδάσκαλος καί Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός ἐπεσήμανε «Μακάριοι οἱ ἀκούοντες τόν λόγον τοῦ Θεοῦ καί φυλάσσοντες αὐτόν»[12].

Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἐπισημαίνει : «οὐ γὰρ οἱ ἀκροαταὶ τοῦ νόμου δίκαιοι παρὰ τῷ Θεῷ, ἀλλ᾿ οἱ ποιηταὶ τοῦ νόμου δικαιωθήσονται. ὅταν γὰρ ἔθνη τὰ μὴ νόμον ἔχοντα φύσει τὰ τοῦ νόμου ποιῇ, οὗτοι νόμον μὴ ἔχοντες ἑαυτοῖς εἰσι νόμος, οἵτινες ἐνδείκνυνται τὸ ἔργον τοῦ νόμου γραπτὸν ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν, συμμαρτυρούσης αὐτῶν τῆς συνειδήσεως καὶ μεταξὺ ἀλλήλων τῶν λογισμῶν κατηγορούντων ἢ καὶ ἀπολογουμένων ἐν ἡμέρᾳ ὅτε κρινεῖ ὁ Θεὸς τὰ κρυπτὰ τῶν ἀνθρώπων κατὰ τὸ εὐαγγέλιόν μου διὰ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ»[13]

Δηλαδή : «Γιατί στό θεϊκό δικαστήριο δέ δικαιώνονται σοι κουσαν πλς τό νόμο λλά μόνο σοι τήρησαν τό νόμο. Ὅσο γιά τά λλα θνη, πού δέ γνωρίζουν τό νόμο, πολλές φορές κάνουν πό μόνοι τους ατό πού παιτε νόμος. Ατό δείχνει πώς, ν καί δέν τούς δόθηκε νόμος, μέσα τους πάρχει νόμος. Ἡ διαγωγή τούς φανερώνει πώς ο ντολές το νόμου εναι γραμμένες στίς καρδιές τους καί σ’ ατό συμφωνε καί συνείδησή τους, πού φωνή τς τούς τύπτει τούς παινε, νάλογα μέ τή διαγωγή τους. Ὅλα ατά θά γίνουν τήν μέρα πού Θεός θά κρίνει διά το ησο Χριστο τίς κρυφές σκέψεις τν νθρώπων, πως λέει τό εαγγέλιό μου»

Ὁ ἀπόστολος Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος προτρέπει :

«Γίνεσθε δὲ ποιηταὶ λόγου καὶ μὴ μόνον ἀκροαταί, παραλογιζόμενοι ἑαυτούς, ὅτι εἴ τις ἀκροατὴς λόγου ἐστὶ καὶ οὐ ποιητής, οὗτος ἔοικεν ἀνδρὶ κατανοοῦντι τὸ πρόσωπον τῆς γενέσεως αὐτοῦ ἐν ἐσόπτρῳ· κατενόησε γὰρ ἑαυτὸν καὶ ἀπελήλυθε, καὶ εὐθέως ἐπελάθετο ὁποῖος ἦν. Ὁ δὲ παρακύψας εἰς νόμον τέλειον τὸν τῆς ἐλευθερίας καὶ παραμείνας, οὗτος οὐκ ἀκροατὴς ἐπιλησμονῆς γενόμενος, ἀλλὰ ποιητὴς ἔργου, οὗτος μακάριος ἐν τῇ ποιήσει αὐτοῦ ἔσται»[14]

Δηλαδή : «Αὐτόν τό λόγο νά τόν κάνετε πράξη κι ὄχι μόνο νά τόν ἀκοῦτε ξεγελώντας τούς ἑαυτούς σας. Γιατί ὅποιος ἀκούει τό λόγο τοῦ Θεοῦ καί δέν τόν ἐφαρμόζει, αὐτός μοιάζει μέ ἄνθρωπο πού βλέπει τόν ἑαυτό του μέσα σ’ ἕναν καθρέφτη, τον βλέπει καί φεύγοντας ξεχνάει ἀμέσως πῶς ἦταν. Ὅποιος ὅμως μελέτησε τόν τέλειο νόμο, δηλαδή τό νόμο τῆς ἐλευθερίας, καί ἔμεινε σταθερός σ’ αὐτόν, ὅποιος δέν ὑπῆρξε ἁπλός ἀκροατής πού ξεχνάει, ἀλλά τόν ἐφήρμοσε στήν πράξη, αὐτός μέ τήν ἔμπρακτη αὐτή ἐφαρμογή θά εἶναι μακάριος»

 

Ὁ Ἀπόστολος Τιμόθεος ἐγνώρίζε τίς Γραφές παιδιόθεν, ὅπως ἐπισημαίνει ὁ ἀπόστολος Παῦλος «ὅτι ἐκ βρέφους οἶδε τά ἱερά γράμματα»[15]. Ὁ  Ἀπολλώ  ἦταν δυνατός «ἐν ταῖς γραφαῖς ...εὐτόνως γὰρ τοῖς Ἰουδαίοις διακατηλέγχετο»[16]. Πόση σεμνή παραγγελία δίνει ὁ ἅγιος Ἀπόστολος Παῦλος στούς Χριστιανούς τῆς Θεσσαλονίκης «Ὁρκίζω ὑμᾶς τόν Κύριον ἀναγνωσθῆναι τήν ἐπιστολήν πᾶσι τοῖς ἁγίοις ἀδελφοῖς»[17]. Παράδειγματα κάλλιστα, γιά νά τά ἀκολουθοῦμε.

β΄. Ἡ Ἁγία Γραφή προβάλλει τά ἄξια μιμήσεως πρότυπα

Ἡ Ἁγία Γραφή ἀπέβη ἡ καθημερινή σπουδή διά μέσου τῶν αἰώνων, τῶν σοφωτέρων, σεμνοτέρων καί ὑπεροχοτέρων ἀνδρῶν, τῶν Ἁγίων τοῦ Θεοῦ, οἱ ὁποῖοι διά τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἔλαβαν τήν φλόγα τῆς πίστεως, μέ τήν ὁποία διακρίνονταν ὡς καιόμενοι[18] καί φέγγοντες λύχνοι[19] κατά τόν λόγο τοῦ Κυρίου «ὑμεῖς ἐστέ τό φῶς τοῦ κόσμου»[20]. Ἡ  θεοσέβεια τοῦ Δαυΐδ ὁ ζῆλος τοῦ Ἠλία, ἡ ἀκεραιότητα τοῦ Ἰωσήφ, ἡ σοφία τοῦ Μωϋσέως, τό ὑψηλό φρόνημα τοῦ Ἡσαΐα, τά τρυφερά αἰσθήματα τοῦ Ἱερεμία, ἡ σφοδρότητα τοῦ Ἰεζεκιήλ, ἡ ἀκλόνητη πίστη τοῦ Δανιήλ, ἡ αὐτοθυσία τοῦ Παύλου, καί ἡ ἔνθερμη ἀγάπη τοῦ Πέτρου, πάντα ταῦτα καί ἄλλα ἀκόμη, τά ὁποῖα ἀναγινώσκουμε στή Ἁγία Γραφή, προβάλλουν μπροστά μας ὡς πρότυπα ἄξια μιμήσεως.

γ΄. Ἡ Ἁγία Γραφή ἀποτελεῖ κώδικα οἰκογενειακῶν καθηκόντων

Ἀλλά οἱ Γραφές, ἐφ’ ὅσον μιλοῦν περί τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ τρόπου τῆς σωτηρίας του, διαφωτίζουν τόν ἀναγνώστη γενικώτερα καί περί τῶν κοινωνικῶν καί οἰκογενειακῶν καθηκόντων, διότι καθορίζουν τά καθήκοντα τοῦ πατρός, τῆς μητρός, τῶν συζύγων καί τέκνων στήν οἰκογένεια.

δ΄. Ἡ Ἁγία Γραφή ἐξυγιαίνει τούς κοινωνικούς θεσμούς καί τίς διαπροσωπικές σχέσεις

Οἱ Ἁγίες Γραφές ἀπευθύνονται καί πρός τήν κοινωνία καί μιλοῦν περί τῶν πρός ἀλλήλους σχέσεων καί καθηκόντων ὅλων τῶν κοινωνικῶν τάξεων καί δημιουργοῦν τούς φιλονόμους καί ἐντίμους πολίτες καί ἠθικούς χαρακτῆρες, μέ τούς ὁποίους ἡ οἰκογένεια καί ἡ κοινωνία ἠθικῶς ἐξυψώνεται καί εὐημερεῖ[21]. Μέ τήν Ἁγία Γραφή ἀποκτοῦν ὅλοι πλήρη τόν ἠθικό καί πνευματικό καταρτισμό καί ἐξοπλισμό τους[22].

Ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος ἔλεγε, ὅτι μέ τήν πίστη εἶχε λάβει τόν Χριστό ἐξ ὁλοκλήρου ὡς Σωτήρα του, καί τήν Βίβλο ἐξ ὁλόκληρου ὡς ὁδηγό. Κατά τήν ὥρα τοῦ θανάτου του, ὁ ἄπιστος Wilmont ἔβαλε τό χέρι του πού ἔτρεμε ἐπί μιᾶς Ἁγίας Γραφῆς λέγοντας: «Τό μόνον πρᾶγμα, πού δύναται νά ἀντιτάξει τίς εἰς τό βιβλίον αὐτό, εἶναι μία κακή ζωή».

ε΄. Ἡ Ἁγία Γραφή στηλιτεύει τήν ἁμαρτία

καί προβάλλει τήν ἐν Χριστῷ σωτηρία.

Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἐπιχειρηματολογεῖ γιά τήν χρησιμότητα τῶν ἐντολῶν τοῦ Νόμου τοῦ Θεοῦ ὑποστηρίζοντας ὅτι «διὰ γὰρ νόμου ἐπίγνωσις τῆς ἁμαρτίας»[23] καί ὅτι «ἄχρι γὰρ νόμου ἁμαρτία ἦν ἐν κόσμῳ ἁμαρτία δὲ οὐκ ἐλλογεῖται μὴ ὄντος νόμου»[24].

Ὁ Θεός δίδοντας τόν Νόμο καί ἀποστέλλοντας τόν Υἱόν Του στόν κόσμο γιά νά διδάξει στούς ἀνθρώπους τήν ἀλήθειά Του καί τά δικαιώματά Του ἀφήρεσε ἀπό τούς παραβάτες τῶν ἐντολῶν Του καί τοῦ ἁγίου θελήματός Του κάθε δικαιολογία γιά τίς παρακοές τους καί κυρίως ὅτι δέν γνώριζαν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Γι’αὐτό καί ὁ Κύριος τόνισε «εἰ μὴ ἦλθον καί ἐλάλησα αὐτοῖς ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον νῦν δὲ πρόφασιν οὐκ ἔχουσιν περὶ τῆς ἁμαρτίας αὐτῶν»[25].

Ἡ Ἁγία Γραφή δέν καταδικάζει μόνο τήν ἁμαρτία, ἀλλά καί μᾶς ὁμιλεῖ περί τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας καί τοῦ ἠθικοῦ καταρτισμοῦ μας καί ἐπιδρᾶ στήν πραγματοποίηση αὐτῶν διά τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ.

                                               

στ΄. Ἡ Ἁγία Γραφή διδάσκει

καί στηρίζει τήν πίστη στόν ἀληθινό Θεό

Ἡ μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο στήν πίστη καί τήν ἐπίγνωση τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ.

Πρῶτο καί κύριο ἔργο κάθε ἀνθρώπου εἶναι ἡ ἀπόκτηση τῆς χριστιανικῆς πίστεως. Γι’ αὐτό ζεῖ καί ὑπάρχει ὁ ἄνθρωπος. Δέν ἔχει καμμία ἀξία ἡ ζωή τοῦ ἀνθρώπου χωρίς πίστη, ἀπερχόμενος δέ ὁ ἄνθρωπος ἀπό τόν κόσμο αὐτό μέ τόν θάνατο εἶναι δυστυχής, ἐάν δέν ἔδωσε τήν ἐτυμηγορία τῆς πίστεώς του στόν Δημιουργό Θεό καί Σωτήρα Ἰησοῦ Χριστό.

Ὅταν ρωτήθηκε ὁ Κύριος «τί ποιῶμεν, ἵνα ἐργαζώμεθα τά ἔργα τοῦ Θεοῦ;» ἀπεκρίθηκε καί εἶπε: «Τοῦτό ἐστι τό ἔργον τοῦ Θεοῦ ἵνα πιστεύσητε εἰς ὅν ἀπέστειλεν ἐκεῖνος»[26]. Στήν ἀποχαιρετιστήρια ὁμιλία Του στό ὑπερῶο τῆς Ἱερουσαλήμ πρός τούς μαθητές Του τούς προέτρεψε νά ἔχουν ἐμπιστοσύνη καί νά μήν ταραχθοῦν καί κλονισθοῦν ἀπό ὅσα θά συνέβαιναν τό βράδυ ἐκεῖνο καί τήν ἑπομένη ἡμέρα, εἶπε:

«Μή ταρασσέσθω ὑμῶν ἡ καρδία· πιστεύετε εἰς τὸν Θεόν, καὶ εἰς ἐμὲ πιστεύετε »[27]

Ἡ πίστη, λοιπόν, στόν Χριστό εἶναι ἔργο τοῦ Θεοῦ. Τό θέλει ὁ Θεός. Τό ζητεῖ ἀπό ὅλα τά λογικά πλάσματα. Ἡ πίστη ἐδῶ καλεῖται ἔργο. Εἶναι ἡ ἀπάντηση στήν ἐρώτηση «τί νά κάμουμε». Δέν πρόκειται δηλαδή περί θεωρητικῆς ἁπλῶς πίστεως, ἀλλά περί ζώσης πίστεως ἡ ὁποία ἔχει μεταβάλει τήν φωνή σέ ἐνεργό δράση, καί στήν ὑπηρεσία τοῦ Κυρίου μέ πλήρη ἀφιέρωση.[28]

Ὁ Ἀπόστολος Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος ἐπισημαίνει ὅτι ἡ πίστη φανεροῦται, ἀποδεικνύεται ἀπό τά ἔργα, ἀπό τήν συμπεριφορά ἀπό τήν ζωή τοῦ ἀνθρώπου[29] καί ἐπιχειρηματολογεῖ θεολογικά[30].

Ἀλλ’ ἡ πίστη αὐτή, γιά νά ἀποκτηθεῖ, προϋποθέτει ὅσα «γέγραπται». «Ταῦτα δέ γέγραπται», γράφει ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης, «ἵ ν α  π ι σ τ ε ύ σ η τ ε  ὅτι Ἰησοῦς ἐστίν ὁ Χριστός, ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ καί ἵνα πιστεύοντες ζωήν ἔχητε ἐν τῷ ὀνόματι αὐτοῦ». Καί ἐάν τά «γέγραπται» τοῦ εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου ἔχουν τόση δύναμη, πόσον μᾶλλον ὅλες «αἱ Γραφαί», «αἱ μαρτυροῦσαι περί τοῦ Χριστοῦ»[31] τῶν ὁποίων ἡ μελέτη θαυματούργησε ἤδη ἀπό τούς πρώτους χρόνους τῆς Ἐκκλησίας, ὅπου οἱ Χριστιανοί καλοῦνται Ἅγιοι, ὡς ἐξιστοροῦν οἱ Πράξεις τῶν Ἀποστόλων. Ἡ θέληση τοῦ Πατρός ἦταν στήν σκέψη τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Πιστεύοντας στόν Χριστό, πού εἶναι θέλημα τοῦ Θεοῦ, καί ἀπό καρδίας λατρεύοντας καί ὑπηρετώντας Αὐτόν, συναντιώμαστε μετά τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί πραγματοποιεῖται μέ αὐτό τόν τρόπο ἡ πνευματική ἔνωση, καθώς στήν ἀρχιερατική προσευχή Του ὁ Χριστός λέει, «ἵνα πάντες ἕν ὦσι καθώς σύ, Πάτερ, ἐν ἐμοί κἀγῶ ἐν σοί, ἵνα καί αὐτοί ἐν ἡμῖν ἕν ὦσιν, ἵνα ὁ κόσμος πιστεύσῃ ὅτι σύ μέ ἀπέστειλας»[32].

ζ΄. Ἀνάγκη  ὁμολογίας τῆς πίστεως.

Δέν μπορεῖ νά νοηθεῖ Χριστιανός, πού λέει ὅτι πιστεύει, ἀλλά δέν ὁμολογεῖ μετά παρρησίας τήν πίστη του. Μᾶς τό εἶπε αὐτό καθαρά ὁ Χριστός: «Πᾶς ὅστις ὁ μ ο λ ο γ ή σ ε ι   ἐ ν ἐμοί ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγώ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν του Πατρός μου τοῦ ἐν τοῖς οὐρανοῖς»[33]. Τό διεκήρυξε αὐτό καί ὁ θεῖος Παῦλος[34]. Ἀφοῦ συνοψίζει τό λυτρωτικό ἔργο τοῦ Χριστοῦ, τό ὁποῖο ἀποτελεῖ τό περιεχόμενο τῆς χριστιανικῆς πίστεως, ἐπιλέγει «ἐγγύς σου τό ρῆμά ἐστιν, ἐν τῷ στόματί σου καί ἐν τῇ καρδίᾳ σου. Τοῦτ’ ἔστι τό ρῆμα τῆς πίστεως ὅ κηρύσσομεν: ὅτι ἐάν ὁμολογήσης ἐν τῷ στόματί σου Κύριον Ἰησοῦν, καί πιστεύσῃς ἐν τῇ καρδίᾳ σου, ὅτι ὁ Θεός αὐτόν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν σωθήσῃ· καρδίᾳ γάρ πιστεύεται εἰς δικαιοσύνην, στόματι δέ ὁμολογεῖται εἰς σωτηρίαν».

Ἀλλά πῶς εἶναι δυνατόν ὁ ἄνθρωπος νά ὁμολογήσει, χωρίς νά ἔχει προηγουμένως πιστεύσει; Καί ἔπειτα τί νά ὁμολογήσει, ἀφοῦ δέν γνωρίζει τό τί πιστεύει;  Ἀλλά καί ποία ἄλλη διδαχή εἶναι ἱκανή νά τόν μορφώσει χωρίς τίς Γραφές; Μέ τήν μελέτη τῶν Γραφῶν θά ὁδηγηθεῖ στήν γνώση τῆς ἀληθείας, καί θ’ ἀποκτήσει τήν θερμότητα τῆς πίστεως καί τήν δύναμη τῆς ὁμολογίας καί μαρτυρίας, ὥστε νά μπορεῖ νά λέει μετά τοῦ θείου Παύλου: «Ἐπίστευσα διό καί ἐλάλησα καί ἡμεῖς πιστεύομεν διό καί λαλοῦμεν»[35]. Τότε θά εἶναι ὁ «ἀντεχόμενος κατά διδαχήν πιστοῦ λόγου. ἵνα ᾖ δyνατός... καί παρακαλεῖν ἐν τῇ διδασκαλίᾳ τῇ ὑγιαινούση, καί τούς ἀντιλέγοντας ἐλέγχειν»[36]. Ὁ πιστός παραβάλει τά ἀπό τόν Κύριο χρησιμοποιηθέντα «γέγραπται» ὡς ὅπλα κατά τοῦ Σατανᾶ[37], καί θά ἀποκτᾶ τήν δύναμη νά νικήσει «διά τόν λόγον τῆς μαρτυρίας»[38]. Πόσο ἐπιτακτικό προβάλλει τό ἔργο τοῦτο τῆς ὁμολογίας, κατά τούς σημερινούς σκοτεινούς τῆς ἀποστασίας καί πλάνης καιρούς, πρός διδασκαλία, ἀφύπνιση καί ἐπιτροφή τῶν ἀπιστούντων καί κακουργούντων!

Εἶναι ἐποχή μαρτυρίας καί ὁμολογίας. Διατρέχουμε αἰῶνα σκότους, ἀμαθείας καί πλάνης περί τήν ἀληθινή πίστη. Τῆς καταστάσεως αὐτῆς ἐπωφελούμενα τά ὄργανα τοῦ σκότους, κατορθώνουν νά συλλαμβάνουν τήν λεία τους.

Ποία ἄλλη τακτική θετικώτερη ἐργασίας καί ἀποδόσεως μποροῦμε νά ἐφαρμόσουμε πρός περιστολή, τουλάχιστον, τοῦ σημερινοῦ κακοῦ, εἴτε πρός ἐπαναφορά «τῶν θυμάτων» στήν μάνδρα τοῦ Χριστοῦ, εἴτε πρός προφύλαξη τοῦ ἀνήκοντος στήν Ἐκκλησία μέλους, τό ὁποῖο δέν ὑπέστη ἀκόμη τήν ἐπίθεση τῶν ἐχθρῶν καί τό ὁποῖο ἐμμένει στήν πίστη του καί προσέχει, ὥστε νά μή μολύνει τόν λευκό χιτώνα τοῦ θείου βαπτίσματος, καθ’ ὅ ὁμολόγησε ὅταν βαπτίσθηκε ὅτι συντάχθηκε μέ τόν Χριστό

η΄.Διαμορφώνει τόν κατά Θεόν τέλειο ἄνθρωπο

Ἡ μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς δημιουργεῖ τόν κατά Θεόν «ἄρτιο»[39] ὁλοκληρομένο καί τέλειο ἄνθρωπο. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, στήν Πρός Τιμόθεο Β΄, γ΄ 17, ὁμιλεῖ περί «ἀρτιότητος» τοῦ ἀνθρώπου, πού δημιουργεῖ «ἡ θεόπνευστος Γραφή», πού εἶναι «ὠφέλιμος πρός διδασκαλίαν, πρός ἔλεγχον, πρός ἐπανόρθωσιν, πρός παιδείαν τήν ἐν δικαιοσύνη...».

Ὁ ἁμαρτωλός ἄνθρωπος[40], τιθέμενος ἀντιμέτωπος στό Νόμο τοῦ Θεοῦ, θά δεῖ σάν σέ κάτοπτρο τήν ἠθική γυμνότητά του. Θά ἀναγνώρισει, ὅτι εἶναι «πεπραμένος ὑπό τήν ἁμαρτίαν»[41] καί αἰχμάλωτος. Θά ἀναγνωρίσει τήν ἀθλιότητά του καί θ’ ἀναφωνήσει «ταλαίπωρος ἐγώ ἄνθρωπος, τίς μέ ρύσεται ἐκ τοῦ σώματος τοῦ θανάτου τούτου;»[42], καί ἔτσι, « παιδαγωγούμενος ἀπό τοῦ Νόμου»[43] θά ὁδηγηθεῖ στόν Χριστό, τόν Σωτήρα. Οἱ Γραφές θά τόν διαφωτίσουν περί τῆς μεγάλης ἀληθείας τοῦ «Εὐαγγελίου τῆς Χάριτος», κατά τό ὁποῖο ὁ Χριστός, βαστάζων ἐπί τοῦ Σταυροῦ τίς ἁμαρτίας ὅλων μας, ἑκούσια ἔπαθε «ἵνα τῇ ἁμαρτίᾳ ἀπογενόμενος τῇ δικαιοσύνη ζήσωμεν»[44]. Αὐτή ἡ Χάρη καί ἡ διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πνευματική αὔξηση καί ὁ ἠθικός καταρτισμός[45] παρέχεται στόν ἄνθρωπο, τόν ἐν μετανοίᾳ καί πίστει προσερχόμενο στόν Χριστό,

Τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ διά τοῦ θείου Παύλου ὁμιλεῖ περί τῆς οἰκοδομῆς τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ «μέχρι καταντήσωμεν οἱ πάντες... εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ, ἵνα μηκέτι ὦμεν νήπιοι, κλυδωνιζόμενοι...»[46]. Ὁ θεῖος Παῦλος νουθετεῖ τούς Φιλιππησίους γράφοντας, «ἵνα γένησθε ἄμεμπτοι καί ἀκέραιοι, τέκνα Θεοῦ ἀμώμητα ἐν μέσῳ γενεᾶς σκολιᾶς καί διεστραμμένης, ἐν οἷς φαίνεσθε ὡς φωστῆρες ἐν κόσμῳ λόγον ζωῆς ἐπέχοντες» (β' 15). . . Καί ἐρωτᾶται, ποῦ θά ἀποκτήσει κανείς τά προσόντα αὐτοῦ τοῦ πνευματικοῦ καί ἠθικοῦ καταρτισμοῦ; Μόνο μελετώντας τίς θεόπνευστες Γραφές.

Οἱ Ἁγίες Γραφές εἶναι τό ὑπέροχο Σχολεῖο, τό Πανεπιστήμιο τῆς θείας γνώσεως, στό ὁποῖο καλεῖται καθένας νά φοιτήσει καί μάλιστα ὅπως ὁ Τιμόθεος «ἀπό βρέφους»[47], γιά νά ἀποκτήσει τόν πλήρη πνευματικό καί ἠθικό καταρτισμό του.

* * * * *

  1. Ὠφέλεια ἀπό τήν μελέτη τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ

τήν γνώση καί τήν ἐφαρμογή του

 

«Ἐγώ, λέγει ὁ Θεός, θά σέ συνετίσω, θά σέ διδάξω τήν ὁδό, στήν ὁποία πρέπει νά περιπατεῖς. Θά σέ συμβουλεύσω, ἐπάνω σου θά εἶναι ὁ ὀφθαλμός μου»[48].

Ἄς μή λησμονοῦμε, ὅτι ζοῦμε στούς «ἐσχάτους καιρούς», κατά τούς ὁποίους «ἄνθρωποι ἀνθιστάμενοι εἰς τήν ἀλήθειαν, διεφθαρμένοι τόν νοῦν, ἀδόκιμοι δέ εἰς τήν πίστιν»[49] ἔχουν παραταχθεῖ ἀντίπαλοι. Πῶς θ’ ἀντιμετωπίσουμε αὐτούς, ἐάν δέν εἴμαστε ἐμεῖς ἀληθινοί καί πεφωτισμένοι μαθητές τοῦ Χριστοῦ. Νά, ἕνα καθῆκον τό ὁποῖο ἐπιβάλλει τόν πνευματικό καί  ἠθικό καταρτισμό μας μέ τήν γνώση τῆς Γραφῆς. Μέ αὐτή “τήν μάχαιρα τοῦ Πνεύματος» θά καθοδηγήσουμε καί θά ἐπαναφέρουμε τίς  πλανηθεῖσες ψυχές πρός τόν Σωτῆρα Ἰησοῦ Χριστό. Ὁ Ὠριγένης σχολιάζοντας τόν στίχο ια΄ τοῦ ρλη΄ (138) Ψαλμοῦ  (καί εἶπα· Ἄρα σκότος καταπατήσει με, καί νύξ φωτισμός ἐν τῇ τρυφῇ μου) παρατηρεῖ: «Εἰ ἡ ἄγνοια καρδίας σκότος ἐστίν, («ἐσκοτίσθη γάρ, φησίν, ἡ ἀσύνετος αὐτῶν καρδία»[50] εἰκότως ἄρα ὁ αἴτιος ἡμῖν τοῦ σκότους τούτου γινόμενος, καί αὐτός ὀνομάζεται σκότος, ὅστις ἡμῶν τήν ἐν γνώσει τρυφήν προαιρεῖται σκοτίζειν, τοῦ Θεοῦ μή συγχωροῦντος, ἀλλά τό σκότος φωτίζοντος· «Τό γάρ φῶς ἐν τῇ σκοτίᾳ φαίνει, καί ἡ σκοτία αὐτό οὐ κατέλαβεν»[51]. Ὡς γάρ τήν ἄγνοιαν διά τῆς κακίας ἐπεκτησάμεθα, οὕτως καί τήν γνῶσιν διά τῆς ἀρετῆς προσελάβoμεν»[52]. Εἶναι δεῖγμα συνέσεως καί αὐτογνωσίας ὁ Χριστιανός νά ὁμολογεῖ τήν ἄγνοιά του, γιά νά ζητήσει σέ κάθε βῆμα τῆς ζωῆς του τήν ἄνωθεν φώτιση καί ὁδηγία[53]. Ἕνας ἐπιφανής Ἅγιος, ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος ἔλεγε «Κινδύνευσα νά γίνω σκεπτικιστής ὅταν ἤμουν νέος, ἀλλ’ ἡ ζωή τῆς μάνας μου μ’ ἐμπόδισε». Ἀλλά ἡ Γραφή καθόσον εἶναι «ρήματα ζωῆς»  ὁδηγεῖ στήν ὁλοκλήρωση τῆς ἠθικῆς ζωῆς καί τῆς πίστεως πού διελύει στόν ἄνθρωπο τόν σκεπτικισμό καί τήν ἀπιστία καί τόν σώζει.

Ἕνας δάσκαλος δίδασκε στούς μαθητές του τίς ἀντωνυμίες, «ἐγώ, σύ, αὐτός». Στήν Χριστιανική Γραμματική, λέγει, πρέπει νά ἀρχίζουμε ἀντιστρόφως. Δηλαδή ὡς πρῶτο πρόσωπο πρέπει νά ἔχουμε τό «αὐτός», ὡς δεύτερο τό «σύ», καί τρίτο τό «ἐγώ». Μέ ἄλλα λόγια, πρέπει πρῶτα νά σκεπτώμαστε τόν Θεό, ἀλλά καί νά ἔχουμε στήν πρώτη καί κυρία θέση τῶν σπουδῶν μας τίς Γραφές, τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, πού μᾶς ὁμιλεῖ, καί ὕστερα τά ἐπαγγελματικά καί ἄλλα βιβλία. Δεύτερο νά σκεπτώμαστε τόν πλησίον μας καί τρίτο τόν ἑαυτό μας. Πόσο μεγάλο εὐτύχημα θά  ἦταν γιά τούς νέους καί τίς νέες νά διανοίξουν τούς ὁρίζοντες τῆς ζωῆς τους ἀναβαίνοντας τίς ὑψηλές κορυφές τῶν νοημάτων καί ἐννοιῶν τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Ἐάν ἕνας ἐπιστήμονας γιά νά εἰδικευθεῖ στόν κλάδο τῆς ἐπιστήμης του, πρέπει νά σπουδάσει ἐπαρκῶς τήν ἐπιστήμη του, ὡς Χριστιανός, πού εἶναι τίτλος καί κλάδος ἀσυγκρίτως μεγαλύτερος ἀπό κάθε ἄλλο, πρέπει νά μείνει ἀγράμματος; Ἡ ἀρτιότητα τοῦ χαρακτήρα του δέν πραγματοποιεῖται μέ τήν πανεπιστημιακή σπουδῆ, ὅσον δήποτε ἀξιόλογος καί ἀναγκαία ἄν εἶναι αὐτή, ἀλλά μέ τήν μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἡ ὁποία καί μόνον αὐτή διεκδικεῖ τόν τίτλον τῆς ἀναδείξεως τοῦ «ἀρτίου» ἀνθρώπου τοῦ «σῴου τοῦ σοφοῦ» (Πρός Τιμόθεον Β΄ 48-16). Τοῦτο ἔχει ἀποδειχθεῖ μέ τήν θαυματουργή ἐπίδραση, πού ἄσκησε στόν χαρακτήρα ἐκείνων πού καθοδηγήθηκαν στήν ζωή τους ἀπό τήν Ἁγία Γραφή.

Ὁ Χριστός παραβάλλει αὐτόν πού ἀκούει τούς λόγους Του μέ αὐτόν πού πράττει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ πρός ἄνθρωπο φρόνιμο, πού ἔκτισε τήν οἰκίαν του ἐπί τήν πέτρα τήν ἀσάλευτη[54]. Ἡ ἐφαρμογή τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ δεικνύει τόν ἀληθῆ Χριστιανό.  Ἀλλά τοῦτο προϋποθέτει τήν γνώση τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἡ ὁποία εἶναι ἡ ἀποκαλυφθεῖσα ἀπό τόν Θεό σοφία. Ἡ κατανόηση τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καί ἡ μέ τήν βοήθεια τῆς Χάριτος τοῦ Κυρίου ἡ τήρηση τῶν Θείων παραγγελμάτων, ἀσφαλῶς δημιουργεῖ τούς στέρρεους  καί ἀκλόνητους στήν πίστη χαρακτῆρες πού πρίν ἀπό κάθε πειρασμό, ἀκόμη καί αὐτοῦ τοῦ θανάτου ἐξαιρουμένου, φαίνεται ὅτι εἶναι «τεθεμελιωμένοι ἐπί τήν πέτραν».

* * * * *

  1. Οἱ συνέπειες τῆς ἀγνοίας τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ

Ἐάν «πᾶσα παράβασις καί παρακοή ἔλαβεν ἔνδικον μισθαποδοσίαν»[55] καί ἐμμονή στήν ἄγνοια τοῦ θείου λόγου συνεπάγεται ὀδυνηρές συνέπειες. Θά δώσουμε τόν λόγο σ’ αὐτή τήν ἴδια τήν Ἁγία Γραφή, πού κρούει τόν κώδωνα τοῦ κινδύνου κατά τοῦ περιφρονητοῦ της. Ὁ Χριστός εἶπε, ὅτι ἁμαρτάνοντες δέν ἔχουμε καμμία δικαιολογία μετά τόν ἐπί γῆς ἐρχομό Του καί τό θεῖο κήρυγμα Του[56] καί ὅτι «ὁ λόγος τόν ὁποῖον ἐλάλησεν αὐτός θά κρίνῃ κατά τήν ἐσχάτην ἥμεραν»[57] ἐκείνους, πού δέν Τόν δέχθηκαν καί Τόν καταπατοῦν. Κ ρ ί σ η, λοιπόν ἀγαπητοί, καί κ α τ α δ ί κ η, νά ἡ τιμωρία.  Ἀλλά καί ἐ κ δ ί κ η σ η  καί ἀ π ω λ ε ί α  ἐπαπειλεῖται «εἰς τούς μή γνωρίζοντας Θεόν καί εἰς τούς μή ὑπακούοντας εἰς τόν Εὐαγγέλιον τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ»[58] καί εἰς ἐκείνους (τούς ἀπολλυμένους) στούς ὁποίους τό Εὐαγγέλιο εἶναι «κεκαλυμμένον»[59].  Ἀλλά καί ἀ φ α ν ι σ μ ό ς, διότι «ὁ καταφρονῶν τόν λόγον θά ἀφανισθῆ, ὁ δέ φοβούμενος τήν ἐντολήν, αὐτός θά ἀνταμειφθῇ»[60], «ἐάν ὅμως παρεκτραπῆ ἡ καρδία σου καί δέν ὑπακούσης... ἐγώ ἀναγγέλλω πρός ἐσᾶς σήμερον ὅτι ἐξάπαντος θά ἀφανισθῆτε...»[61]. Ἐπίσης, «ὁ λόγος μου ἠφανίσθη δι’ ἔλλειψιν γνώσεως ἐπειδή σύ ἀπέρριψας τήν γνῶσίν καί ἐγώ ἀπέρριψα σέ... »[62]. Ἀλλά καί κ α τ ά ρ α : «Ἐπικατάρατος ὅστις δέν ἐμμένει εἰς τούς λόγους τοῦ νόμου τούτου, διά νά ἐκτελῆ αὐτούς»[63]. Ἀλλά καί ὁ  θ ά ν α τ ο ς  ἀπειλεῖται: «Διαμαρτύρομαι πρός ἐσᾶς σήμερον τόν οὐρανόν καί τήν γῆν, ὅτι ἔθεσα ἐνώπιόν σας τήν ζωήν καί τόν θάματον, τήν εὐλογίαν καί τήν κατάραν. Διά τοῦτο τήν ζωήν, διά νά ζῆτε σύ καί τό σπέρμα σου, διά νά ἀγαπᾶς Κύριον τόν Θεόν σου, διά νά ὑπάκουης εἰς τήν φωνήν αὐτοῦ, καί διά νά εἶσαι προσηλωμένος εἰς αὐτόν. Διότι τοῦτο εἶναι ἡ ζωή σου, καί ἡ μακρότης τῶν ἡμερῶν σου... »[64].

Ὅταν ὁ Θεός προλέγει τήν ἐπί γῆς ἔλευση τοῦ Χριστοῦ ὡς Προφήτου, ἐκφέρει καί τήν ἀπειλή, «ὁ ἄνθρωπος ὅστις δέν ὑπακούσῃ εἰς τούς λόγους μου, τούς ὁποίους αὐτός θά λαλήσῃ, ἐγώ θά ἐκζητήσω τοῦτο παρ’ αὐτοῦ»[65]. Καί ὁ λόγος αὐτός ὁ προφητικός ἀφόρα ἐμᾶς περισσότερο τούς Χριστιανούς, ἐφ’ ὅσον κωφεύουμε στήν φωνή τοῦ Εὐαγγελίου. Πλάνη λοιπόν[66] ἐκδίκηση, κατάρα, ἀπώλεια, ἀφάνιση, θάνατος, κλπ. λέξεις βαρειές, πού δείχνουν ὅτι δέν εἶναι ἀζήμιος καί ἀβλαβής ἡ ἀθέτηση τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, εἴτε ἀπό ἄγνοια, εἴτε ἀπό ἀμέλεια εἴτε ἀπό ἀπείθεια.

Ἀντιθέτως στούς εὐσεβεῖς ὑπόσχεται ὁ Θεός πλουτισμό καί ἀφθονία ἀγαθῶν. «Καί θά σέ πληθύνῃ Κύριος ὁ Θεός Σου, εἰς πάντα τά ἔργα τῶν χειρῶν σου, εἰς τόν καρπόν τῆς κοιλίας σου, καί εἰς τόν καρπόν τῶν κτηνῶν σου καί εἰς τά γεννήματα τῆς Γῆς σου, εἰς ἀγαθόν...ἐάν ὑπακούσῃς εἰς τήν φωνήν Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου, ὥστε νά φυλάττῃς τάς ἐντολάς αὐτοῦ, καί τά διατάγματα αὐτοῦ, τά γεγραμμένα ἐν τῷ βιβλίω τοῦ Νόμου τούτου, ἐάν ἐπιστραφῇς πρός Κύριον τόν Θεόν σου ἐξ ὅλης της καρδίας σου, καί ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου»[67].

Καί τό σπουδαιότερο, τό ὁποῖο τόσο νοσταλγοῦμε στίς σημερινές τραγικές συνθῆκες, εἶναι ἡ φυγαδευθεῖσα ε ἰ ρ ή ν η, γιά τήν ἀπόκτηση τῆς ὁποίας «Οὕτω λέγει Κύριος ὁ Λυτρωτής. . . ἐγώ εἶμαι Κύριος ὁ Θεός σου, ὁ διδάσκων σέ διά τήν ἀσφάλειά σου, ὁ ὁδηγῶν σέ διά τῆς ὁδοῦ δι’ ἧς ἔπρεπε νά ὑπάγης. Εἴθε νά ἤκουες τά προστάγματα μου. Τότε ἡ εἰρήνη σου θά ἦτο ὡς π ο τ α μ ό ς, καί ἡ δικαιοσύνη σου ὡς κύματα θαλάσσης...»[68].

Παραπομπές

[1] Β΄ Πέτρου α΄, 4

[2] Γενέσεως γ΄, 8

[3] Ἐξόδου κ΄ 1-17

[4] Λουκᾶ β΄, 25-35

[5] Πρός Γαλάτες δ΄, 4

[6] Ἰωάννου α΄, 17

[7] Ὅ.π., σ.  ιε΄, 26·  ιδ΄, 26· ιστ΄, 13

[8] Πρός Τῖτον β΄, 12

[9] Πρός Τιμόθεον Α΄,  α΄, 8

[10] Ἰακώβου γ΄, 17

[11] Ψαλμός α΄, 1 καί ἑξῆς

[12] Λουκᾶς ια΄, 28

[13] Πρός Ρωμαίους β΄, 13-16

[14] Ἰακώβου α΄, 22-25

[15] Πρός Τιμόθεον Β΄, γ΄, 15

[16] Πράξεων ιη΄, 24, 28

[17] Πρός Θεσσαλονικεῖς Α΄, ε' 27

[18] Λουκᾶ κδ΄, 32

[19] Ἰωάννου ε΄, 35

[20] Ματθαίου ε΄, 14

[21] Παροιμιῶν 8,1-5, 10-13, 17, 32-36 κλπ

[22] Πρός Τιμόθεον Β΄, γ΄, 15-17

[23] Πρός Ρωμαίους γ΄, 20

[24] Ὅ.π., σ.  ε΄, 13

[25] Ἰωάννου ιε΄, 22-23

[26] Ὅ.π., σ.  α΄, 8-29

[27] Ὅ.π., σ.  ιδ΄, 1

[28] Ὅ.π., σ.   κ΄, 31

[29] Ἰακώβου β΄, 17

[30] Ὅ.π., σ.  Ἰακώβου β΄, 20-26

[31] Ἰωάννου ε', 39

[32] Ὅ.π., σ.   ιζ΄, 21

[33] Ματθαίου ι΄, 32

[34] Πρός Ρωμαίους ι΄,1-18

[35] Πρός Κορινθίους Β΄, δ΄, 13

[36] Πρός Τίτον α΄, 9

[37] Ματθαίου δ’, 1-11

[38] Ἀποκαλύψεως ιβ', 11

[39] Πρός Τιμόθεον Β΄, γ΄, 17

[40] Πρός Ρωμαίους γ΄, 9 - 28, Πρός Ἐφεσίους β΄, 1-3

[41] Πρός Ρωμαίους ζ΄, 14

[42] Ὅ.π., σ.  ζ’ 7-23

[43] Πρός Γαλάτες γ΄, 84

[44] Πέτρου Α΄, β΄, 24

[45] Πρός Ρωμαίους ε΄, 1, Β΄ Πρός Κορινθίους ε', 17, Πρός Κολοσσαεῖς α', 10-11

[46] Πρός Ἐφεσίους δ’, 13-14

[47] Β' Πρός Τιμόθεον γ΄, 15

[48] Ψαλμός β΄, 8

[49] Β΄ Πρός Τιμόθεον γ΄, 1-9

[50] Πρός Ρωμαίους α΄, 21

[51] Ἰωάννου α΄, 5

[52] Ὡριγένους, Εἰς τούς Ψαλμούς (ρλη΄), ΒΕΠΕΣ, τ. 16, 144

[53] Ψαλμός ογ’, 28

[54] Ματθαίου ζ΄, 24

[55] Πρός Ἑβραίους β΄, 2

[56] Ἰωάννου ιε΄, 23

[57] Ὅ.π., σ.   ιβ΄, 48

[58] Πρός Θεσσαλονικεῖς Β΄, α΄, 8-9

[59] Πρός Κορινθίους Β΄, δ΄, 3

[60] Παροιμιῶν ιη΄,13

[61] Δευτερονομίου λα΄, 17-18)

[62] Ὠσηέ δ΄, 6

[63] Δευτερονομίου  κζ’, 26

[64] Ὅ.π., σ.   λ΄, 19-20

[65]  Ὅ.π., σ.  ιζ΄,19

[66] Μάρκου ιβ΄, 44

[67] Λευϊτικοῦ λ΄, 9-10. ἴδε καί ια΄, 13-15

[68] Ἡσαΐου μη', 16-19

20181205 165004

Ιερά Μητρόπολη

Καισαριανής Βύρωνος & Υμηττού

Φορμίωνος 83

16121, Καισαριανή

Τηλ. : 210 7224123 - 210 7237133

Fax : 210 7223584

email :info@imkby.gr

ΤΟΠΟΘΕΣΙΑ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ

images