Παρασκευή, 19 Απριλίου 2024

Ι Ω Σ Η Φ  

Τοῦ Μητροπολίτου Καισαριανῆς, Βύρωνος καί Ὑμηττοῦ Δανιήλ

 

  1. Ὁ Ἰσαάκ ἀπέκτησε δύο γιούς τόν Ἠσαῦ καί τόν Ἰακώβ. Ὁ Ἰσαάκ ὅταν γέρασε τυφλώθηκε. Αὐτή τήν φυσική ἀδυναμία τοῦ πατέρα του ἐκμεταλλεύθηκε ὁ δευτερότοκος υἱός γιά νά ἀποσπάσει ἀπό τόν πατέρα του τά κληρονομικά δικαιώματ πού εἶχε ὁ μεγαλύτερος ἀδελφός του Ἠσαῦ. Ὅταν ἔγινε γνωστή ἡ ἐνέργει αὐτή τοῦ Ἰακώβ ὁ Ἠσαῦ θύμωσε πολύ καί ὁ Ἰακώβ ἀναγκάσθηκε νά μεταναστεύσει γιά νά ἀποφύγει τήν ὀργή τοῦ ἀδελφοῦ του. Ἐκεῖ δημιούργησε τήν μεγάλη οἰκογένειά του. Ἀποφάσισε ὅμως νά ἐπιστρέψει στόν τόπο τῆς οἰκογένειάς του.
  2. Τό δῶρο τοῦ Ἰωσήφ

Γενέσεως λζ΄ 14

  1. Ὁ Ἰακώβ τελικά, μετά τήν ἐπιστροφή του, συγχωρήθηκε ἀπό τόν Ἠσαῦ γιά ὅλα, ὅσα εἶχε κάνει. Ἐπέστρεψε σπίτι τή στιγμή πού πέθαινε ὁ Ἰσαάκ. Μόλις πού πρόλαβε καί τόν εἶδε ζωντανό. Καί ὁ Ἠσαῦ, τόν ἄφησε νά φτιάξει τή ζωή του.

Κατά τή διάρκεια τῆς μακρᾶς ἐπιστροφῆς του, ὁ Ἰακώβ ἔχασε τήν ἀγαπημένη του γυναίκα Ραχήλ. Ἄφησε πίσω της δύο παιδιά· τόν Ἰωσήφ καί τόν Βενιαμίν. Ἡ ἄλλη του γυναίκα, ἡ Λεία, εἶχε ἕξι παιδιά, ἡ ὑπηρέτρια τῆς Ραχήλ, ἡ Βαλλά, εἶχε δύο, ἐνῶ ἡ ὑπηρέτρια τῆς Λείας, ἡ Ζελφά, εἶχε ἄλλους δύο γιούς. Ἔτσι, ὁ Ἰακώβ εἶχε δώδεκα γιούς.

Ὁ Ἰακώβ ἔμεινε, ὁριστικά, στό σπίτι τῶν γονέων του, ὅπου ἀνέθρεψε τά παιδιά του. Ὁ Ἰωσήφ καί ὁ Βενιαμίν, ἦταν οἱ ἀγαπημένοι του γιοί, ἐπειδή ἦταν παιδιά τῆς ἀγαπημένης του Ραχήλ καί ἐπειδή τούς ἀπέκτησε στά γηρατειά του. Αὐτό ἔκανε τούς ἄλλους ἀδελφούς νά ζηλεύουν.

Πιό πολύ ἀπ’ ὅλους ὁ Ἰακώβ ἀγαποῦσε τόν Ἰωσήφ. Μία μέρα τοῦ ἔφτιαξε ἕναν ὡραῖο, ποικιλόχρωμο χιτώνα. Τόν κάλεσε στήν σκηνή του καί τοῦ εἶπε: “Ὁρίστε, καλό μου παιδί, αὐτό εἶναι γιά σένα”.

Ὁ Ἰωσήφ ἔμεινε μέ τό στόμα ἀνοιχτό. Ἦταν, βέβαια, κάτι τό ἐξαιρετικό νά ἔχει καινούριο χιτώνα, ἀλλά νά ἔχει ἕναν τέτοιο χιτώνα, ἦταν ἀπίστευτο. Γι’ αὐτό, εἶτε στόν πατέρα του: “Δέν ἀξίζω κάτι τόσο πέροχο, σάν αὐτό. “Μήν γίνεσαι ἀνόητος Ἰωσήφ”. Σοῦ τό χαρίζω ἐπειδή τό ἐπιθυμώ” εἶπε ὁ Ἰακώβ, καί τό δέχτηκε ὁ Ἰωσήφ. Ὅμως, ὅταν τό εἶδαν οἱ ἀδερφοί του, τόν ζήλεψαν πιό πολύ ἀπό πρίν. Ἐμεῖς, γιατί δέν παίρνουμε τέτοια δῶρα; μουρμούρισαν.

  1. Τό Ὄνειρο τοῦ Ἰωσήφ

Γενέσεως λζ΄ 5-11.

Ἕνα πρωϊνό, ὁ Ἰωσήφ σηκώθηκε ἀναστατωμένος. Εἶχε δεῖ ἕνα περίεργο ὄνειρο. Φαινόταν τόσο ἀληθινό, πού ἐνίωσε τήν ἀνάγκη νά τό συζητήσει μέ κάποιο. Ἀμέσως ἔτρεξε νά βρεῖ τούς ἀδερφούς του. “Δέν πρόκειται νά μαντέψετε τί ὀνειρεύτηκα χθές βράδυ” τούς εἶπε μόλις τούς βρῆκε. Ἄν καί ἀρχικά τά ἀδέρφια του δέν τόν κατάλαβαν, ὁ Ἰωσήφ φανερά ἀναστατωμένος, τούς εἶπε: “Εἴμασταν ὅλοι μαζί στά χωράφια καί δέναμε δέματα. Ξαφνικά τό δικό μου δέμα, στάθηκε ὄρθιο. Ἀμέσως, ὅλα τά δικά σας γύρισαν καί τό προσκύνησαν. Οἱ ἀδερφοί του τόν μίσησαν ἀκόμη πιό πολύ. Ποιος νομίζεις ὅτι εἶσαι; Δέν εἶσαι καί βασιλιάς! Δέν πάρχει πιθανότητα νά σέ προσκυνήσει ποτέ κανείς πό μᾶς”.

Λίγες μέρες ἀργότερα, ὁ Ἰωσήφ εἶδε ἄλλο ὄνειρο. Πηγαίνει πάλι στούς ἀδερφούς του καί τούς λέει: “κοῦστε! Εἶδα κι ἄλλο ὄνειρο! Αὐτή τή φορά ἥλιος, τό φεγγάρι καί τά ἀστέρια, ὅλα μέ προσκυνοῦσαν”. Ἔγιναν ὅλοι ἔξαλλοι. Τότε ὁ Ἰωσήφ πῆγε στόν πατέρα του τόν Ἰακώβ καί τοῦ εἶπε τό ὄνειρο, πού εἶδε. Ὁ Ἰακώβ ἀγρίεψε, καί τόν μάλωσε: “Μήν εἶσαι τόσο περήφανος γιά τόν ἑαυτό σου Ἰωσήφ, μήν εἶσαι τόσο ἐγωιστής”.

  1. Ἰωσήφ στό πηγάδι

Γενέσεως λζ΄, 12-24

Ὁ Ἰωσήφ καί ὁ Βιενιαμίν παίζανε στό κτῆμα. Ὅταν τούς εἶδε ὁ Ἰακώβ εἶπε: “Ἰωσήφ, θέλω νά πᾶς νά βρεῖς τούς ἀδερφούς σου, πού βόσκουν τά πρόβατα στα βοσκοτόπια, νά δεῖς ἄν ὅλα εἶναι καλά καί νάρθεῖς πίσω νά μοῦ πεῖς ,τι ἔμαθες”. Ὁ Ἰωσήφ ἀποχαιρέτησε τόν πατέρα του ἀγκαλιάζοντας τον. Μετά ἔφυγε: «Εἶναι ὡραία μέρα γιά περιπέτεια» σκέφτηκε. Περπατοῦσε, περπατοῦσε, περπατοῦσε... Μετά ἀπό κάμποση ὥρα, βρέθηκε μπροστά στίς σκηνές τῶν ἀδερφῶν του. Μόλις τόν εἶδαν, μουρμούρισαν: “Ὤχ ὄχι! Ἔρχεται αὐτός ἀνόητος, ὀνειροπαρμένος, Ἰωσήφ. πάρχει ἕνας τρόπος νά παλλαχτοῦμε π’ αὐτόν, μία γιά πάντα. Ἄς τόν ρίξουμε μέσα σ ἕνα π’ αὐτά ἐδῶ τά πηγάδια. Ὕστερα, λέμε πώς τόν σκότωσε ἕνα ἄγριο ζῶο. Α! Τά ὄνειρά του δέν θά πραγματοποιηθοῦν ποτέ, ἄν πεθάνει”. “Ὄχι! Περιμένετε!” εἶπε μεγαλύτερος ἀδερφός, Ρουβήν. “Ἄς τόν πετάξουμε στό πηγάδι, ἀλλά ἄς μήν τόν σκοτώσουμε. Τουλάχιστον, ὄχι τώρα”. Ὁ Ρουβήν, τό ἔκανε αὐτό, γιατί σχεδίαζε νά τόν βγάλει μόνος του, νά τόν πάει στόν πατέρα του καί νά γίνει ἥρωας.

Ὅταν ἔφτασε ὁ Ἰωσήφ, ἦταν λαχανιασμένος καί χαμογελοῦσε. Εἶχε βρεῖ τελικά τους ἀδερφούς του. Σάν εἶδε ὅμως, τά βλεμματά τους, ἔχασε τό χαμόγελό του. Πάγωσε. Τά ἀδέρφια του τόν περικύκλωσαν. Γύρισε ἀπ’ τή μία, γύρισε ἀπό τήν ἄλλη, ἀλλά ἦταν παγιδευμένος. Δέν μποροῦσε νά ξεφύγει. Καί πρίν καλά-καλά καταλάβει τί γίνεται, πήδηξαν ὅλοι πάνω του, τοῦ ἔβγαλαν τόν χιτώνα καί τόν ἔριξαν σ’ ἕνα σκοτεινό καί στεγνό πηγάδι. Ἄν καί ξέσπασε σέ κλάματα, δέν κατάφερε τίποτε. Κοίταξε ἀπό τό βάθος τοῦ ξεροπήγαδου πρός τά πάνω καί εἶδε τά πρόσωπα τῶν ἀδερφῶν του νά γελᾶνε, καθώς τοῦ ρίχνανε ἄμμο. Πρόλαβε καί ἔβαλε τά χέρια στό πρόσωπό Του. Ἀμέσως κινήθηκε πρός τόν τοῖχο τοῦ πηγαδιοῦ. Μετά ἀπό λίγο τά ἀδέρφια του ἔφυγαν. Ἔκλαιγε μέ λυγμούς καί εὐχόταν νά γύριζε σπίτι στόν πατέρα του καί νά παιζε μέ τόν Βενιαμίν στήν λιακάδα.

 

  1. Στό δρόμο γιά τήν Αἴγυπτο

Γενέσεως λζ΄, 25-35          

Ὕστερα ἀπό τήν πράξη τους, τά ἀδέρφια τοῦ Ἰωσήφ κάθησαν νά φᾶνε. Ὁ Ρουβήν πῆγε νά φροντίσει τήν βοσκή τῶν προβάτων. Ἕνας ἀπ’ αὐτούς, ὁ Ἰούδας, εἶδε ἀπό μακριά νά ‘ρχεται ἕνα καραβάνι. Ἦταν Ἰσμαηλῖτες δουλέμποροι, πού ἔρχονταν ἀπό τήν Γαλαάδ, κουβαλώντας ἀρώματα γιά τήν Αἴγυπτο. Ὁ Ἰούδας σκέφτηκε κάτι φοβερό. Νά πουλήσουν τόν Ἰωσήφ σ’ αὐτούς. Ἔτρεξαν ὅλοι στό πηγάδι καί τόν ἔβγαλαν. Σάν ἔφτασαν οἱ δουλέμποροι, τούς τόν πούλησαν γιά εἴκοσι ἀργύρια. Ἐκεῖνοι τόν φόρτωσαν σ’ ἕνα γαϊδουράκι καί πῆραν τόν δρόμο γιά τήν ἔρημο. Ἦρθε σέ λίγη ὥρα καί ὁ Ρουβήν. Ἔσκυψε στό πηγάδι καί μουρμούρισε: “Ἰωσήφ! Μεῖνε ἥσυχος. Θά σέ βγάλω ἐγώ αὔριο”. Ὁ Ρουβήν πίστευε ἀκόμη πώς θά γίνει ἥρωας. Ὅμως δέν ἔπαιρνε ἀπάντηση. “Ἰωσήφ!” ξαναφώναξε. Σιωπή...

Γιατί μιλᾶς σ ἕνα ἄδειο πηγάδι;” τόν εἰρωνεύτηκε ὁ Ἰούδας.

Μά, καλά, ποῦ εἶναι Ἰωσήφ;” ρώτησε ὁ Ρουβήν.

Τί κάνατε στόν ἀδερφό μας;” Ἅρπαξε τόν Ἰούδα καί τόν ταρακούνησε.

Ἠρέμησε” τοῦ εἶπε ὁ Ἰούδας. “Πάρε τό μερίδιο σου” καί τοῦ ἔδωσε δύο ἀργύρια.

Τόν πουλήσατε γιά δοῦλο;”

Ναί. Τώρα ἀγαπημένος μας ἀδερφός, εἶναι στό δρόμο γιά τήν Αἴγυπτο” τοῦ γκρίνιαξε ὁ Ἰούδας. Ὁ Ρουβήν, ὅμως, ἤξερε τί σήμαινε γιά τόν Ἰακώβ ὁ Ἰωσήφ. Κατάλαβε πώς αὐτά τά νέα Θά τοῦ ράγιζαν τήν καρδιά.

Τήν ἄλλη μέρα τά ἀδέρφια ἔσφαξαν μία κατσίκα καί ἔβαψαν μέ τό αἷμα της τόν χιτώνα τοῦ Ἰωσήφ. Ἐπέστρεψαν σπίτι καί ἔδωσαν τόν χιτώνα στόν Ἰακώβ. Αὐτός ξέσπασε σέ λυγμούς: “ χιτώνας τοῦ γιοῦ μου! Κάποιο τρομερό ἀγρίμι τόν κατασπάραξε. Ἔχασα τόν Ἰωσήφ μου” ἔλεγε κλαίγοντας ὁ γέρος Ἰακώβ.

 

  1. δύσκολη πιβίωση τοῦ Ἰωσήφ

Γενέσεως λζ΄ 36, 39: 16

Ὁ Ἰωσήφ ταξίδεψε μέ τούς δουλέμπορους πολύ μακριά. “Θεέ καί Κύριε” ψιθύριζε στόν καυτό ἥλιο. “Δέν ξέρω πῶς θά ‘ναι στήν Αἴγυπτο. Μπορεῖ νά δουλέψω στίς πέτρες, μέ τίς ὁποῖες, οἱ Αἰγύπτιοι χτίζουν τίς πυραμίδες. Ἀλλά, Κύριε, ξέρω, ὅτι, ὅπου καί νά ‘μαι, Ἐσύ θά Εἶσαι μαζί μου. Σέ ἱκετεύω, βοήθησε μέ”.

Τή νύχτα, καθώς κοιτοῦσε τ’ ἀστέρια, προσευχόταν γιά τήν οἰκογένειά του. “Νομίζω ὅτι ξέρω γιατί τά ἀδέρφια μου ἔκαναν, ,τι ἔκαναν. Τούς ἀντιμετώπιζα πολύ ἐγωιστικά. Συγχώρεσε μέ Κύριε. Σέ παρακαλῶ, βοήθησε τόν Βενιαμίν καί προστάτεψε τόν πατέρα μου, ἔτσι ὥστε μία μέρα νά τόν ξαναδώ”.

Ὕστερα ἀπό πολλές μέρες ταξιδιοῦ, τό καραβάνι ἔφτασε σέ μία μεγάλη Πόλη. Οἱ δουλέμποροι πούλησαν τόν Ἰωσήφ σέ μία ἀγορά σκλάβων. Τόν ἀγόρασε κάποιος πού λεγόταν Πετεφρής. ‘Ὅταν τόν ἀντίκρυσε ὁ Ἰωσήφ, κατάλαβε πώς ὁ Θεός δέν τόν εἶχε ἐγκαταλείψει. Ὁ νέος του ἀφέντης ἦταν πλούσιος, ἀλλά κυρίως, ἦταν εὐγενής. Ἔτσι ὁ Ἰωσήφ δέν θά χρειαζόταν νά σπάει πέτρες γιά τίς πυραμίδες. Θά μποροῦσε νά ἐργάζεται στό σπίτι τοῦ Πετεφρῆ. Ἐργαζόταν σκληρά γιά τόν ἀφέντη του. Πάντα προσπαθοῦσε νά κάνει κάθε τί χρήσιμο. Κάθε φορά πού ἀναλάμβανε κάτι, ἤθελε νά τό κάνει σωστά. Ἔτσι ὁ Θεός θά ἦταν εὐχαριστημένος μαζί Του. Ἀρχικά φρόντιζε τήν καθαριότητα τοῦ σπιτιοῦ. Ἔπειτα τακτοποιοῦσε τίς δουλειές του στά χωράφια καί στό τέλος φρόντιζε γιά τό φαγητό στό σπίτι.

Βλέποντας αὐτά ὁ ΙΙεντεφρής, ἔκανε τόν Ἰωσήφ ἐπιστάτη. Ὁ δέ Ἰωσήφ, γιά νά τόν εὐχαριστήσει, φρόντιζε κάθε δεῖπνο τοῦ ἀφέντη του, σύμφωνα μέ ὅποια ἐπιθυμία εἶχε. Βλέποντας αὐτά ὁ Θεός, εὐλόγησε τό σπίτι τοῦ Πετεφρῆ.

  1. Στή φυλακή

Γενέσεως λθ΄ 7-20

Συνεχίζοντας τήν δουλειά του στό σπίτι τοῦ Πετεφρῆ, ὁ Ἰωσήφ, ἀπό παιδί, ἔγινε ἄνδρας. Κάθε τί πού ἔκανε, τό ἔκανε τέλεια. Μία μέρα ἡ γυναίκα τοῦ Πετεφρῆ στεκόταν στό παράθυρο καί, καθώς κοιτοῦσε τόν Ἰωσήφ, σκέφτηκε: “! Τί ὡραῖος πού εἶναι Ἰωσήφ! Τώρα πού ἄνδρας μου θά φύγει ταξίδι, ἴσως καταφέρω νά κοιμηθῶ μαζί του”. Ἔτσι, εἶπε στόν Ἰωσήφ νά πάει στήν κρεβατοκάμαρά της. Ὅταν πῆγε ὁ Ἰωσήφ, τοῦ εἶπε: “Ἔλα στό κρεβάτι μαζί μου Ἰωσήφ. Εἶσαι τόσο ὄμορφος καί δυνατός. Ἔλα καί φίλησε με”. Ὁ Ἰωσήφ ἤξερε πώς πολλοί ἄνδρες θά ἤθελαν νά κάνουν αὐτό πού ζητοῦσε ἡ γυναίκα. Ὁ ἴδιος ὅμως ἀρνήθηκε. Ὁ Πετεφρής τοῦ εἶχε δείξει τόσο μεγάλη ἐμπιστοσύνη. Ἄν ἔκανε κάτι, θά δυσαρεστοῦσε τόν Θεό, γιατί θά ἦταν ἀνήθικο νά προδώσει τόν ἀφέντη του. Κούνησε ἀρνητικά τό κεφάλι του, καί εἶπε: “Εἶσαι πολύ ὄμορφη, ἀλλά δέν θά ἦταν σωστό”.

Ἡ γυναίκα ἔνιωσε μεγάλη ντροπή, πληγώθηκε ὁ ἐγωισμός της. Ἦταν ἀδύνατο, μέχρι ἐκείνη τή στιγμή, νά τῆς ἀρνηθεῖ κάτι ἕνας δοῦλος της. Τότε προσπάθησε μέ τήν βία νά τόν κάνει νά τή φιλήσει. Ὁ Ἰωσήφ τήν ἔσπρωξε καί σηκώθηκε κι ἔφυγε. Ὅμως, τοῦ ἔπεσε τό πανωφόρι του. Ἡ γυναίκα τό κράτησε στά χέρια της. Ὅταν ἐπέστρεψε ὁ Πετεφρής, ἡ σύζυγός του, τοῦ ἔδειξε τό πανωφόρι τοῦ Ἰωσήφ, καί ἄρχισε νά τοῦ λέει ψέμματα: “ Ἰωσήφ μοῦ πετέθη! Κρίμα, πού νόμιζες ὅτι μπορεῖς νά τόν ἐμπιστευθεῖς. ! τί παίσιο ἄνθρωπο βρῆκες νά φέρεις στό σπίτι μας”. Ὁ Πετεφρής τήν πίστεψε καί κάλεσε τούς φύλακες. Τούς διέταξε νά τόν κλείσουν φυλακή. Ἐπειδή ὅμως, ὁ Πετεφρής, ἦταν αὐλικός, ὁ Ἰωσήφ κλείστηκε στίς φυλακές τοῦ βασιλιᾶ.

  1. Ἰωσήφ ἀπό τήν φυλακή γίνεται ἀξιωματοῦχος στό παλάτι.

Γενέσεως μα΄, 1:33 — μβ΄,3

Τόν καιρό πού ὁ Ἰωσήφ ἦταν φυλακισμένος ὁ βασιλιᾶς τῆς Αἰγύπτου εἶδε δύο περίεργα ἀλλά σημαντικά ὄνειρα. Οἱ σύμβουλοί του τόν προέτρεψαν νά καλέσει τόν Ἰωσήφ νά τοῦ τά ἐξηγήσει. Ἡ ἐξήγηση τῶν ὀνείρων ἦταν ὅτι θά ἀκολουθήσουν ἑπτά χρόνια εὐημερίας καί μεγάλης καρποφορίας στήν Αἴγυπτο καί ἀφοῦ περάσουν τά χρόνια θά ἀκολουθήσει περίοδος ἑπτά ἐτῶν ἀκαρπίας καί πτωχείας καί πείνας.

Ὁ Ἰωσήφ στεκόταν μπροστά στόν Φαραώ. Πῆρε μία βαθειά ἀνάσα καί εἶπε: “Φαραώ, Θά ‘πρεπε νά βρεῖς κάποιον φρόνιμο καί συνετό, νά τόν κάνεις πιστάτη σ ὅλη τήν Αἴγυπτο. ποθήκευσε τό ἕνα πέμπτο κάθε σοδειᾶς τῶν καλῶν ἑφτά χρόνων. Ὅταν οἱ σοδειές δέν θά πάρχουν, λαός θά μπορεῖ νά βρεῖ τροφή στίς ποθῆκες. Ἔτσι δέν πρόκειται νά πεινάσει κανείς”. Ὁ Φαραώ κάλεσε τούς συμβούλους του, ἀφοῦ ἄκουσε προσεχτικά τόν Ἰωσήφ. Αὐτοί, ἄρχισαν νά ψιθυρίζουν καί νά κουνοῦν τά κεφάλια τους, ὅλο καί πιό πολύ. Στέκονταν Πίσω ἀπό τόν Φαραώ, ὅταν αὐτός πῆρε τόν λόγο καί εἶπε: “Σέ σένα ἔδειξε Θεός σου τόν σωστό δρόμο. Σέ βοηθᾶ νά βλέπεις ἐκεῖ, πού οἱ ἄλλοι εἶναι τυφλοί. Πιστεύω, πώς μπορῶ νά σ ἐμπιστευθῶ. Εἶσαι κατάλληλος γιά τήν θέση αὐτή. Θά κυβερνήσεις τήν χώρα μου, τόν λαό μου καί θά ἐξουσιάζεις τήν χώρα μου, τόν λαό μου καί θά ἐξουσιάζεις τίς ποθῆκες αὐτές, σ ὅλη τή χώρα. Δέν θά πάρχει ἀνώτερός σου σ ὅλη τήν Αἴγυπτο, ἐκτός πό ἐμένα”. Τότε ἔβγαλε τό βασιλικό δαχτυλίδι καί τό φόρεσε στό χέρι τοῦ Ἰωσήφ. Ὅλοι τόν προσκύνησαν.

Ὁ Φαραώ τοῦ ἔδωσε νέο ὄνομα: Ψονθομφανήχ, πού σημαίνει: “Τροφοδότης τῆς γῆς”. Τήν ἴδια στιγμή τοῦ ἔδωσε γιά γυναίκα τήν Ἀσενέθ, κόρη τοῦ ἱερέα Πετεφρῆ. Καί νά φανταστεῖ κανείς, ὅτι ὁ Ἰωσήφ, τό ἴδιο πρωϊνό ἦταν φυλακισμένος!

Ἀφοῦ πέρασε ὁ καιρός, ἐπαληθεύτηκε ὁ λόγος τοῦ Ἰωσήφ. Τά πλούσια ἑφτά χρόνια ὁ Ἰωσήφ ἀποθήκευσε ἀπό τίς ἑφτά καλές σοδειές πολύ σιτάρι καί γέμισε ὅλες τίς ἀποθῆκες. Μάλιστα ἔφτιαξε καί καινούριες.

Ὅταν ἦρθαν τά ἑφτά δύσκολα χρόνια, ἡ Αἴγυπτος ἦταν ἡ μόνη χώρα μέ τρόφιμα. Ἄνθρωποι ἀπό ἄλλες χῶρες ἔρχονταν στήν Αἴγυπτο, γιά νά ἀγοράσουν κάτι νά φᾶνε.

Τά χρόνια τῆς πείνας, χτύπησαν ἀκόμη καί τήν χώρα τῆς Χαναάν. Ἐκεῖ ζοῦσαν, ὅπως ξέρουμε, ὁ πατέρας καί τά ἀδέρφια τοῦ Ἰωσήφ. Εἶχαν πλουτίσεῖ ἀρκετά κατά τήν διάρκεια τῶν ἑφτά πλούσιων χρόνων. Μόλις, ὅμως, ἄρχισαν τά δύσκολα χρόνια, ὁ Ἰακώβ καί τά ἕντεκα παιδιά του, ἔπρεπε νά ἀναζητήσουν τροφή. Κυρίως, μερικοί ἀπό τούς ἕντεκα, πού εἶχαν κάνει στό μεταξύ, οἰκογένειες καί ἔπρεπε νά τίς θρέψουν. Ὅλοι πεινοῦσαν καί ἀναρωτιόντουσαν: “Τί θά κάνουμε τώρα; Ποῦ θά βροῦμε τροφή;” Ὁ Ἰακώβ ἤξερε πώς ὑπῆρχε τροφή στήν Αἴγυπτο. Τό εἶχε ἀκούσει ἀπό κάποιους ἐμπόρους, πού ταξίδευαν στήν περιοχή. Καί τό εἶπε στούς γιούς του. “Ἄν δέν θέλετε νά πεθάνετε τῆς πείνας, πηγαίνετε στήν Αἴγυπτο. Πάρτε χρήματα μαζί σας καί ἀγοράστε μας κάμποσα τρόφιμα”.

 

 

 

 

 

 

 

Σ Α Μ Ψ Ω Ν

 

  1. Παλεύοντας μέ τό λιοντάρι

Κριταί ιγ΄, 1-14:7

Πολλά χρόνια ἀργότερα ὁ λαός τοῦ Θεοῦ, ὁ Ἰσραήλ ἄρχισε ξανά νά λατρεύει ἄλλους θεούς. Γι’ αὐτό, τώρα, εἶχαν νά ἀντιμετωπίσουν ἄλλους ἐχθρούς· τούς Φιλισταίους. Ἐκείνη τήν ἐποχή ζοῦσε ὁ Μανωέ. Ὁ Μανωέ καί ἡ γυναίκα του δέν μποροῦσαν νά ἀποκτήσουν παιδί. Ἦταν ὅμως ἄνθρωποι καλοί καί πιστοί. Γι’ αὐτό καί ὁ Θεός τούς ἔστειλε ἕναν ἄγγελο, πού τούς φανέρωσε τόν ἐρχομό ἑνός παιδιοῦ. Τό παιδί γεννήθηκε καί ὀνομάστηκε Σαμψών. Οἱ γονεῖς του τόν ἀφιέρωσαν στόν Θεό καί δέν τοῦ ἔκοψαν ποτέ τά μαλλιά σάν σημάδι ὅτι ἀνῆκε στόν Θεό. Ὅταν μεγάλωσε, ὁ Κύριος τόν ἔκανε πιό δυνατό ἀπ’ ὅλους τους ἀνθρώπους.

Ὁ Σαμψών κάποια μέρα εἶδε μία γυναίκα τῶν Φιλισταίων καί τοῦ ἄρεσε. Ἀμέσως ἀποφάσισε νά τήν παντρευτεῖ. Μετά ἀπό λίγες ἡμέρες, μαζί μέ τούς γονεῖς του, ξεκίνησαν γιά τό χωριό τῆς γυναίκας. Πήγαιναν νά κανονίσουν τόν γάμο. Στόν δρόμο, ὁ Σαμψών πήγαινε μπροστά καί οἱ γονεῖς του ἀκολουθοῦσαν ἀπό μακριά. Σέ κάποιο σημεῖο, καθώς περπατοῦσε μέσα σ’ ἕνα χωράφι, ἄκουσε ἕναν περίεργο ἦχο. “Τί ἦταν αὐτό;” ἀναρωτήθηκε. Ξαφνικά, χωρίς νά ξέρει ἀπό ποῦ, ἕνα λιοντάρι ἐρχόταν καταπάνω του. Καθώς βρυχιόταν μέ τό τεράστιο στόμα του, τά μεγάλα κοφτερά του δόντια γυάλιζαν. Ὁ Σαμψών δέν ἦταν ὁπλισμένος. Ὁ Κύριος, ὅμως, τόν δυνάμωσε. Ἔπιασε μέ τά ἰσχυρά του χέρια του ἄγριο ζῶο καί τό πέταξε στό ἔδαφος τόσο δυνατά, πού τό σκότωσε.

 

 

 

 

  1. Σαμψών καί Δαλιδά

Κριταί ιστ΄, 1-20

Γιά εἴκοσι χρόνια οἱ Φιλισταῖοι ἄφησαν τόν Σαμψών ἥσυχο. Ἔγινε κριτής καί σύμβουλος τῶν Ἰσραηλιτῶν. Τούς συμβούλευε νά τηροῦν τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, τούς νόμους καί νά ὑπακοῦν στόν Θεό. Ὅλο αὐτό τόν καιρό τό Ἅγιο Πνεῦμα τόν δυνάμωνε. Εἶχε γίνει περίφημος γιά τίς μυϊκές του δυνάμεις. Μέ τήν βοήθεια τοῦ Κυρίου, μποροῦσε νά κάνει τά πάντα. Οἱ Φιλισταῖοι ἄρχισαν πάλι νά τόν ψάχνουν, γιά νά τόν συλλάβουν. Ἡ γυναίκα, πού ἀγάπησε τώρα, λεγόταν Δαλιδά. Ἦταν μία κακιά γυναίκα. Συμφώνησε μέ τούς Φιλισταίους νά τόν παγιδέψει καί νά τούς τόν παραδώσει. Σάν ἀντάλλαγμα, θά ἔπαιρνε χίλια ἑκατό ἀργύρια. Ἄρχισε λοιπόν νά τόν ρωτάει: “Γιατί εἶσαι τόσο δυνατός; Ποιό εἶναι τό μυστικό σου;” Ὁ Σαμψών δέν ἤθελε νά τόν ἱκετεύει. Τοῦ θύμιζε τήν γυναίκα πού ἔχασε. Ἄλλωστε, ἀγαποῦσε τήν Δαλιδά. Καί ἡ Δαλιδά συνέχιζε: “Σέ παρακαλῶ, ποιό εἶναι τό μυστικό της δύναμής σου;” Μέρα-νύχτα, τόν παρακαλοῦσε. Δέν ὑποχωροῦσε μέ τίποτε. Τόσο πολύ ἤθελε τά χρήματα. Ὁ Σαμψών δέν μποροῦσε νά τῆς ἀντισταθεῖ ἄλλο καί τῆς εἶπε: “ δύναμή μου εἶναι Κύριος. Εἶμαι τόσο δυνατός, ὅσο μακριά εἶναι τά μαλλιά μου. Αὐτά εἶναι σημάδι τοῦ Θεοῦ. πό αὐτά ἀντλῶ δύναμη”.

Τή νύχτα ἡ Δαλιδά κάλεσε τούς Φιλισταίους. Κοίμισε τόν Σαμψών στήν ἀγκαλιά της καί, μέ ἕνα ψαλίδι, τοῦ ἔκοψε τά μαλλιά. Ὅταν ὁ Σαμψών ξύπνησε, ἦταν ἀργά. Προσπάθησε νά τούς ἀντιμετωπίσει, ἀλλά, χωρίς τά μαλλιά του, ἦταν ἀδύναμος. Τόν συνέλαβαν καί ἔδωσαν στήν Δαλιδά τά χρήματα, πού τῆς εἶχαν ὑποσχεθεῖ. Γιά τήν φιληδονία ἀπώλεσε τήν χάρη τοῦ Θεοῦ.

  1. τελική Νίκη

Κριταί ιγ΄ 21-31

Ὅταν οἱ Φιλισταῖοι συνέλαβαν τόν Σαμψών, ἦταν πολύ εὐτυχισμένοι. Ἐπιτέλους, μετά ἀπό εἴκοσι χρόνια, τό κατάφεραν. “Τό μόνο πού πρεπε νά κάνουμε, ἦταν νά τοῦ κόψουμε τά μαλλιά! Τώρα εἶναι ἀδύναμος σάν μωρό παιδί!” φώναζαν. Τύφλωσαν τόν Σαμψών καί τοῦ πέρασαν χάλκινες ἁλυσίδες. Κατόπιν τόν ἔριξαν στήν φυλακή. Μέσα στήν φυλακή πέρασε πολύς χρόνος. Τά μαλλιά του ὅμως μεγάλωναν. Ἀνακτοῦσε τήν δύναμή του σιγά-σιγά. Ἔνιωθε τό θαῦμα τοῦ Κυρίου νά τόν ἀνδρώνει πάλι. Γονάτισε καί προσευχήθηκε: “Θεέ μου, κάνε με ἱκανό νά ἐκδικηθῶ τούς Φιλισταίους πού μέ τύφλωσαν. Δῶσε μου ξανά τήν δύναμη”. Πέρασαν μῆνες καί τά μαλλιά του εἶχαν μεγαλώσει ἀρκετά. Εἶχε δυναμώσει πολύ. Μιά μέρα οἱ Φιλισταῖοι εἶχαν γιορτή γιά τήν λατρεία τῶν Θεῶν τους. Σκέφτηκαν νά φωνάξουν καί τόν Σαμψών, νά γελάσουν μαζί του καί νά εἰρωνευτοῦν τήν κατάντια του. Εἶχαν κατακλύσει τήν μεγάλη αἴθουσα, πάνω ἀπό τρεῖς χιλιάδες ἄτομα. Σάν ἔφεραν τόν Σαμψών, ἄρχισαν νά τόν χλευάζουν καί νά τόν εἰρωνεύονται. Τόν ἔδεσαν σέ δύο κεντρικές κολῶνες, πού στήριζαν ὅλο τό κτίριο. Τότε ὁ Σαμψών ζήτησε ἀπό τό παιδί πού τόν ὁδηγοῦσε, νά τόν ἀφήσει νά ψηλαφίσει τίς κολῶνες. Ἀφοῦ κατάλαβε τήν χρησιμότητά τους, προσευχήθηκε: “Κύριε, δῶσε μου δύναμη, γιά τελευταία φορά, ὥστε νά τιμωρήσω τούς Φιλισταίους. Βοήθησε μέ! Βοήθησε καί τόν λαό Σου νά παλλαχτεῖ πό τόν ἐχθρό του”.

Ὁ Κύριος τόν ἄκουσε καί τοῦ χάρισε δύναμη. Ἔσπρωξε μέ τά δύο του χέρια. Οἱ κολῶνες γκρεμίστηκαν καί τό μεγάλο κτίριο ἔπεσε καί πλάκωσε, μαζί μέ τόν ἴδιο, καί ὅλους τους Φιλισταίους. Ἔτσι ὁ Σαμψών θυσιάστηκε γιά νά σώσει τόν λαό του. Ἐνῶ πέθαινε, σκότωσε τόσους Φιλισταίους, ὅσους δέν εἶχε σκοτώσει ὅλη του τή ζωή. Τρεῖς χιλιάδες.

 

Σ Α Μ Ο Υ Η Λ

1.Ὁ Μικρός Σαμουήλ

Σαμουήλ α΄ 1, 19-25

Ζοῦσε ἐκεῖνα τά χρόνια ἕνα ζευγάρι πιστῶν στό Θεό ἀνθρώπων ὁ Ἐλκανᾶ καί ἡ Ἄννα πού δέν εἶχαν παιδιά. Ἡ Ἅννα πήγαινε συχνά καί προσευχόταν νά τῆς δώσει ὁ Θεός τέκνο. Συνέβη ὅμως μετά ἀπό θεία ἐπέμβαση νά μείνει ἔγκυος. Τί θαῦμα! Ἦταν ἡ πιό εὐτυχισμένη μέρα τῆς ζωῆς της. Ὅλη τήν ὥρα προσευχόταν καί εὐχαριστοῦσε τό Θεό. Πρίν νά τελειώσει ὁ ἴδιος χρόνος, γέννησε ἕνα πανέμορφο ἀγοράκι. Τόν ὀνόμασε Σαμουήλ, πού σημαίνει: “Αὐτός πού ζητήθηκε ἀπό τόν Κύριο”.

Γιά τά ἑπόμενα τρία χρόνια εἶχε ἀφιερωθεῖ στή φροντίδα τοῦ Σαμουήλ! Ἔπαιζε καί προσευχόταν μαζί του. Τόν μάθαινε νά μετράει. Τόν μάθαινε τραγούδια καί χορό. Περνοῦσαν μαζί στιγμές εὐτυχισμένες. Μόλις ὁ Σαμουήλ ἔγινε τριῶν χρονῶν, ἡ Ἄννα κατάλαβε πώς ἦρθε ἡ στιγμή νά τόν πάει στόν Ἠλί, τόν ἱερέα. Ὁ Σαμουήλ ἦταν δῶρο τοῦ Θεοῦ. Ἡ Ἄννα εἶχε στηριχεῖ στήν ἀπόφασή του, ἄν θά ἀποκτοῦσε παιδί ἤ ὄχι. Τώρα θά τοῦ ἐμπιστευόταν τήν φροντίδα τοῦ γιοῦ της. Ἔπρεπε νά ἐκπληρώσει τό τάμα της, νά κρατήσει τήν ὑπόσχεσή της.

  1. Σαμουήλ καί Ἠλί

Σαμουήλ α΄ 1:26,21

Κρατώντας τόν Σαμουήλ ἀπό τό χέρι, ἔφτασαν στήν πόρτα τοῦ θυσιαστηρίου στή Σηλώ. «λί!” φώναξε ἡ Ἄννα. Μόλις ὁ γέρος ἱερέας ἐμφανίστηκε, τοῦ εἶπε: “Μέ θυμᾶσαι; Εἶμαι γυναίκα πού προσευχόταν καί τήν εὐλόγησες, πρίν τρία χρόνια. Προσευχόμουν γιά ἕνα παιδί. Τό παιδί πού βλέπεις, εἶναι πάντηση τοῦ Κυρίου στίς προσευχές μου”.

Ὁ μικρός Σαμουήλ ἤξερε πώς ἦταν ἀφιερωμένος στό Θεό. Ἤξερε ἐπίσης, Πώς, στό ἑξῆς, θά τόν φρόντιζε ὁ Ἠλί.

Γι’ αὐτό δέν φοβόταν. Ἡ μητέρα του, τοῦ εἶχε πεῖ πώς ὁ Θεός θά τόν φρόντιζε, ὅπου καί νά βρισκόταν. Ὁ Σαμουήλ, δέν ἔφερνε καμμία ἀντίρρηση, γιατί ἐμπιστευόταν καί τήν μητέρα του, καί τόν Κύριο. Ἐξάλλου, ἡ Ἄννα θά τόν ἐπισκεπτόταν κάθε χρόνο, πού ἡ οἰκογένειά της θά ἐρχόταν στήν Σηλώ. Ὁ Σαμουήλ ἤθελε νά κλάψει τήν ὥρα τοῦ χωρισμοῦ. ΣυγκρατήΘηκε. Γύρισε καί κοίταξε τόν Ἠλί. Περίμενε νά τοῦ ἀφήσει τό χέρι ἡ μητέρα του. “Τότε θά κλάψω!” σκέφτηκε. Δέν ἤθελε νά τήν στενοχωρήσει.

Ὁ Ἠλί κάθησε κάτω, καί ἄνοιξε τήν ἀγκαλιά του στό Σαμουήλ. Ὁ μικρός εἶδε στά γαλήνια μάτια τοῦ γέρου ἱερέα ὅλη τήν εὐγένεια καί τήν ἠρεμία. Ἐκείνη τήν στιγμή ἐνίωσε μεγάλη ἀσφάλεια.

  1. Σαμουήλ γίνεται ἱερέας

Σαμουήλ β΄, 18-21, 3:1

Ὁ Σαμουήλ καί ὁ Ἠλί περνοῦσαν εὐτυχισμένα. Ὁ Ἠλί ἦταν σάν πατέρας του καί ὁ Σαμουήλ, τόν σεβόταν καί τόν ἀγαποῦσε. Ὁ γέρος ἱερέας, εἶχε δύο γιούς, τόν Ὀφνεῖ καί τόν Φινεές. Αὐτοί ἔγιναν ἐγωιστές καί ἄπληστοι. Ἀδιαφοροῦσαν γιά τόν πατέρα τους καί γιά τόν Θεό. Ἔτσι, ὁ Ἠλί ἀφοσιώθηκε στήν ἀνατροφή τοῦ Σαμουήλ. Κάθε χρόνο ἡ Ἄννα καί ὁ Ἐλκανά τόν ἐπισκέπτονταν. Καί, κάθε φορά, τοῦ δώριζαν καί καινούρια ροῦχα. Ὑπῆρχαν μέρες πού ὁ Σαμουήλ νοσταλγοῦσε τούς γονεῖς του. Τότε φοροῦσε τά καινούρια ροῦχα καί τούς ἔνιωθε κοντά του. Μεγαλώνοντας, ἄρχισε νά βοηθᾶ τόν Ἠλί στόν Ναό. Δουλειά του ἦταν νά ἀνάβει τά λυχνάρια, ἀλλά βοηθοῦσε παντοῦ. Ἦταν πιά ἱερέας. Ἔμαθε ἀπό τόν Ἠλί ὅλους τους τύπους θυσιῶν. Σέ λίγο, ἡ προσευχή του ἦταν σάν συνομιλία μέ τόν Κύριο. Ἄκουγε τίς σοφές συμβουλές τοῦ Ἠλί καί ὑπηρετοῦσε πιστά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Μόνο πού, μερικές φορές, ἀναρωτιόταν γιατί δέν ἀκούει τήν φωνή τοῦ Κυρίου. Ὅταν κάποτε μιά νύχτα ἄκουσε μία φωνή νά τοῦ λέει: “Σαμουήλ!” “ρίστε!” ἀπάντησε ὁ Σαμουήλ καί ἔτρεξε στόν Ἠλί: “Ἦρθα. Μέ καλέσατε; Θά θέλατε κάτι Ἠλί;” Ὁ Ἠλί ξύπνησε καί ἀνασηκώθηκε στό κρεβάτι, λέγοντας: “Δέν σέ κάλεσα γιέ μου. Πήγαινε νά κοιμηθεῖς. Εἶναι μεσάνυχτα!”

Κι ὁ Σαμουήλ πῆγε στό κρεβάτι του. Μόλις τόν πῆρε ὁ ὕπνος, ἄκουσε πάλι μία φωνή. “Σαμουήλ!”. Ξύπνησε καί ἔτρεξε στόν Ἠλί. “Ὁρίστε!” τοῦ εἶπε. “Οὔτε πάλι σέ κάλεσα γιέ μου!” ἀπάντησε ὁ Ἠλί. Ἀργότερα, ἄκουσε τή φωνή, γιά τρίτη φορά, νά τόν καλεῖ. Δέν εἶχε ἀκούσει ποτέ τήν φωνή τοῦ Κυρίου. Πίστεψε ξανά πώς τόν φώναξε ὁ Ἠλί καί ἔτρεξε πάλι σ’ αὐτόν.

Αὐτή τή φορά ὁ Ἠλί κατάλαβε πώς ὁ Σαμουήλ ἄκουγε τήν φωνή τοῦ Θεοῦ. Εἶχε περάσει πολύς καιρός πού ὁ Κύριος μίλησε γιά τελευταία φορά στούς Ἰσραηλίτες. Εἶπε στόν Σαμουήλ: “ Κύριος Θεός σέ καλεῖ.πάντησε τήν πόμενη φορᾶ: ”Ἀκούω Κύριε”.

  1. Φωνή τοῦ Κυρίου

Σαμουήλ α΄ 3:2-18

Μία νύχτα ὁ Σαμουήλ κοιμόταν. Τό παιδί ἔκανε ὅ,τι ἀκριβῶς τοῦ εἶπε ὁ Ἠλί. Τήν ἑπόμενη φορά, πού ὁ Κύριος τοῦ μίλησε. ἀπάντησε: “Ἀκούω Κύριε. Καί Κύριος τοῦ εἶπε: “Γνωρίζω τίς ἁμαρτίες πού κάνει λαός μου καί οἱ γιοί τοῦ Ἠλί. πό τώρα καί στό ἑξῆς θά μιλῶ διά μέσου ἐσένα”. Ὁ Σαμουήλ τό πρωί διηγήθηκε στόν Ἠλί ὅλα ὅσα εἶχαν συμβεῖ. Ἐκείνη τήν νύχτα ὁ Σαμουήλ ἄκουσε τόν Κύριο γιά πρώτη φορά. Ἀκολούθησαν τόσες πολλές, πού ὀνομάστηκε Προφήτης τοῦ Κυρίου.

20181205 165004

Ιερά Μητρόπολη

Καισαριανής Βύρωνος & Υμηττού

Φορμίωνος 83

16121, Καισαριανή

Τηλ. : 210 7224123 - 210 7237133

Fax : 210 7223584

email :info@imkby.gr

ΤΟΠΟΘΕΣΙΑ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ

images