«Ἐγώ εἰμί τό φῶς»
Δημοσιεύθηκε 080.05.2025
Κορυφαῖα ἀνάμεσα στὶς πέντε αἰσθήσεις μας ἀναμφίβολα εἶναι ἡ ὅραση. Αὐτὴ μᾶς φέρνει σ᾽ ἐπικοινωνία μὲ τὸν ἔξω κόσμο. Αὐτὴ μας ἱκανώνει νά ἀπολαμβάνουμε τὸ πανόραμα τῆς θείας Δημιουργίας Του. Γι' αὐτὸ κι ὁ ὅρκος πού λέμε πολλὲς φορὲς «μὰ τὸ φῶς μου» ἤ «τὸν προσέχει σὰν κόρη ὀφθαλμοῦ». Ὅμως, φτὰνουν τὰ μάτια μας κι ὑλικὸς κόσμος γύρω, γιὰ νὰ ὑπάρξει ἡ ἐπικοινωνία! Ἀσφαλῶς, ὄχι. Ἀπόδειξη, μιὰ ἀφέγγαρη σκοτεινὴ νύχτα. Χρειάζεται βασικά, τὸ φῶς. Κι ὁ Χριστὸς διακὴρυξε ἀνάμεσα στά «ἐγὼ εἰμί» του, τὸ «ἐγὼ εἰμὶ τὸ φῶς τοῦ κόσμου» (Ἰωάννης η΄, 12). Ἂς Τὸν πλησιάσουμε, μὲ τὴν βέβαιότητα ὅτι «ἐν τῷ φωτί Του ὀψόμεθα φῶς» (Ψαλμὸς λε΄, 9).
Ἡ πηγὴ τοῦ φωτὸς
Ὁ Ἰωάννης στὴν Α΄ ἐπιστολὴ του (α΄, 5) μᾶς δίνει τὸν ἑξῆς ὁ ὁρισμὸ γιά τόν Θεό «ὅτι ὁ Θεὸς φῶς ἐστι καὶ σκοτία ἐν αὐτῷ οὐκ ἔστιν οὐδεμία». Ὅπως εἶναι ἡ ἀγάπη, ὅμοια κι ἴσα, εἶναι καὶ τό φῶς. Καμιὰ σκιὰ στὸ χαρακτῆρα του. Κανένα ἐρωτηματικό, στὶς διακηρύξεις του. Ὅποιος Τὸν πλησιάσει στό δικό του φῶς, «ἐνέβλεψε τηλαυγῶς ἅπαντας» (Μάρκου η΄, 25). Ἔξω ἀπὸ τον Θεὸ καὶ τήν ἐν Χριστῷ ἀποκάλυψὴ Του, δέν ἔχουμε παρὰ σκοτάδι καί βαθύτατη ἄγνοια. Ὁ Θεὸς δὲν ἀρκεῖται στὸ νὰ εἶναι φῶς, ἀλλὰ εἶναι ὁ χορηγὸς τοῦ φωτός. Τὰ πρῶτα λόγια του στὴ Βίβλο, εἶναι «γενηθήτω φῶς» (Γένεση α΄, 3). «Καὶ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τοὺς δύο φωστῆρας τοὺς μεγάλους, τὸν φωστῆρα τὸν μέγαν εἰς ἀρχὰς τῆς ἡμέρας καὶ τὸν φωστῆρα τὸν ἐλάσσω εἰς ἀρχὰς τῆς νυκτός, καὶ τοὺς ἀστέρας» (Γένεση α΄, 16). Ὅλα ἀπό τότε κάθε μέρα, λούζονται, ξυπνᾶνε καὶ χαίρονται, στὸ φῶς τοῦ Θεοῦ. Ὅλα λάμπουν ἀπό καί στό δικό του φῶς. Παράλληλα ὅμως, μᾶς δώρησε μέγιστο καὶ μοναδικὸ πνευματικὸ φωστῆρα, γιὰ τῶν ψυχῶν μας τὰ μάτια, τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Εἶναι «τὸ φῶς πού φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον στὸν κόσμο» (Ἰωάννης α ΄, 9). Μετὰ τήν σημείωση ὅτι, «οὕτως ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον», ὁ Χριστὸς πρόσθεσε «ὅτι τὸ φῶς ἐλήλυθεν εἰς τὸν κόσμον, καὶ ἠγάπησαν οἱ ἄνθρωποι μᾶλλον τὸ σκότος ἢ τὸ φῶς· ἦν γὰρ πονηρὰ αὐτῶν τὰ ἔργα » (Ἰωάννου γ΄,19). Προτίμησαν ν᾿ ἀνάψουν δικὰ τους «φῶτα». Ἐπινόησαν φιλοσοφίες, κοινωνικὰ συστήματα, μύριες θρησκεῖες, ποὺ παρόλο πού «ἦσαν φῶτα, δὲν ἤτανε τὸ φῶς, τό ἀληθινό. Ἔτσι, «φάσκοντες εἶναι σοφοὶ, ἐμωράνθησαν,» (Ρωμαίους α΄, 22). Ἔτσι, ποὺ τίποτα νὰ μὴ μπορεῖ νὰ φωτίσει καὶ νὰ ἱκανοποιήσει κανέναν ποὺ εἰλικρινὰ ζητάει τό φῶς. Ὁ κόσμος βρισκόταν ὅπως ὁ Ἠσαΐας τὸν περιγράφει σάν «λαὸς περιπατῶν ἐν σκότει... καὶ καθήμενος ἐν σκιᾷ θανάτου» (θ΄, 2). Ὁ Θεὸς ἀπό ἄκρα ἀγάπη γιά τό δημιούργημά του ἔστειλε τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ ποὺ διαβεβαίωσε ὅτι: «εἶναι τὸ φῶς τοῦ κόσμου καὶ ὅποιος τὸν ἀκολουθήσει δὲν θά περπατήσει στὸ σκοτάδι, ἀλλὰ θὰ ἔχει τὸ φῶς τῆς ζωῆς» (Ἰωάννου η΄, 12). Τό φῶς του μᾶς βγάζει ἀπό τὸ σκοτάδι, τοὺς φόβους του, τὴν ἀδυναμία μας, τὴν ἀδράνειά μας καί μᾶς ὁδηγεῖ στό πνευματικό ξημέρωμα σύμφωνα μέ τό Παύλειο : «ὅτι ὁ Θεὸς ὁ εἰπὼν ἐκ σκότους φῶς λάμψαι, ὃς ἔλαμψεν ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν πρὸς φωτισμὸν τῆς γνώσεως τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ ἐν προσώπῳ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ» (Κορινθίους Β΄, δ΄, 6). Τὸ φῶς συμβολῖζει τὴ γνώση, ὅπως τὸ σκοτάδι τήν ἄγνοια. «Τὸν Θεὸ κανεὶς δὲν τὸν εἶδε ποτέ» ἐξήγησε ὁ Χριστὸς. Ποιός λοιπὸν μπορεῖ νὰ μᾶς τὸν γνωρίσει; Καί συνεχίζει, «ὁ μονογενὴς υἱὸς πού εἶναι στόν κόλπο τοῦ Πατρός, ἐκεῖνος μᾶς τὸν φανέρωσε» (Ἰωάννου α΄, 18). Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ διακήρυξή του στὸν ἀπόστολο Φίλιππο: «Ὅποιος γνώρισε ἐμέ, γνώρισε τὸν Πατέρα» (Ἰωάννου ιδ΄, 9). Τὸ φῶς, συμβολίζει τή δικαιοσύνη, ὅπως τὸ σκοτάδι τήν ἁμαρτία. «Φῶς σπέρνεται γιὰ τὸν δίκαιο» βεβαιώνει ὁ Δαβὶδ (Ψαλμός 96, 11), ὥσπου « ἐξοίσει ὡς φῶς τὴν δικαιοσύνην σου καὶ τὸ κρῖμά σου ὡς μεσημβρίαν» (λε΄, 6). Ἔτσι ὁ Χριστὸς ἔγινε γιά ἐμᾶς «ἡ δικαιοσύνη ἡμῶν» (Κορινθίους Β΄, γ΄, 9) εἶναι Ἐκεῖνος πού βεβαιώνει ὅτι «ὅποιος μέ ἀκολουθεῖ δὲν θὰ περπατήσει στὸ σκοτάδι, ἀλλὰ θὰ ἔχει τό φῶς τῆς ζωῆς» (Ἰωάννης η΄, 12). Ὁ Ἴδιος μᾶς προσκαλεῖ νά ζήσουμε στό φῶς του καί μέ τό φῶς του «ἔγειρε ὁ καθεύδων καὶ ἀνάστα ἐκ τῶν νεκρῶν, καὶ ἐπιφαύσει σοι ὁ Χριστός» (Ἐφεσίους ε΄, 14) καθώς καί νά περιπατήσουμε «ἐν τῷ φωτὶ» (Ἐφεσίους ε΄, 8) σὰν «υἱοί φωτὸς καὶ υἱοί ἡμέρας» (Θεσσαλονικεῖς Α΄, ε΄, 5).