Κυριακή τοῦ Θωμᾶ
«Διὰ δὲ τῶν χειρῶν τῶν ἀποστόλων
ἐγίνετο σημεῖα καὶ τέρατα ἐν τῷ λαῷ πολλά».
Ἀνάμεσα στοὺς Ἀποστόλους, ποὺ «διά τῶν χειρῶν αὐτῶν ἐγίνετο σημεῖα καὶ τέρατα ἐν τῷ λαῷ πολλά», ἦταν, ἀδελφοί μου, καὶ ὁ Θωμᾶς. Ὑπηρέτης κι αὐτός τοῦ θαύματος, ὄργανο τῆς θείας δυνάμεως. Ὁ Θωμᾶς φαίνεται, ἀνάμεσα στοὺς ἄλλους μαθητὲς τοῦ Κυρίου, σὰν ἐκεῖνος ποὺ λιγότερο ἀπὸ κάθε ἄλλον ἤτανε ἕτοιμος νὰ παραδεχτεῖ τὸ θαῦμα. Τρία χρόνια, ποὺ ἀκολουθοῦσε μέρα-νύχτα τόν Χριστό, εἶχε γίνει αὐτόπτης μάρτυρας πολλῶν θαυμάτων. Εἶχε δεῖ μὲ τὰ ἴδια του τὰ μάτια νὰ θεραπεύονται ἄρρωστοι, νὰ χορταίνουν χιλιάδες ἀνθρώπων μὲ λίγα ψωμιὰ καὶ μὲ λίγα ψάρια, νὰ ἀπελευθερώνονται δαιμονισμένοι ἀπὸ τὰ πονηρὰ πνεύματα, ἀκόμη καὶ νὰ σηκώνονται νεκροί, ὅπως τὸ θυγάτριον του Ἰαείρου, ὁ νέος τῆς Ναΐν, ὁ Λάζαρος. Τὰ εἶχε δεῖ ὅλα αὐτὰ τὰ σημεῖα καὶ τέρατα νὰ γίνονται μὲ μόνο ἕναν λόγο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ ἦταν φυσικὸ νὰ περιμένει ἀπὸ τὸν διδάσκαλο του κάθε ἄλλο θαῦμα, ἀκόμη καὶ αὐτὸ τὸ τόσο ἀσύλληπτο καὶ μέγιστο ἀνάμεσα σὲ ὅλα τὰ ἄλλα. Ἂν προσέξουμε, ὅμως, τὸ εὐαγγέλιο, θὰ δοῦμε ὅτι ἡ φήμη αὐτὴ τοῦ Θωμᾶ εἶναι ἄδικη. Δὲν ὑπῆρξε ἄπιστος μὲ τὴν ἀληθινὴ σημασία τῆς λέξεως. Ὑπῆρξε μονάχα δύσπιστος καὶ μάλιστα ὄχι περισσότερο ἀπὸ τοὺς ἄλλους μαθητές.
Ὅταν ὁ Kύριος ἔμαθε ὅτι εἶχε πεθάνει στὴν Βηθανία ὁ φίλος του ὁ Λάζαρος, εἶπε στοὺς Ἀποστόλους «Λάζαρος ὁ φίλος ἡμῶν κεκοίμηται· ἀλλὰ πορεύομαι ἵνα ἐξυπνίσω αὐτόν».
Οἱ 12 δὲν εὐχαριστήθηκαν καθόλου στὴν σκέψη ἑνὸς τέτοιου ταξιδιοῦ. Εἶχαν ἕνα κακὸ προαίσθημα. Ἂν ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς πήγαινε νὰ σηκώσει τόν Λάζαρο ἀπὸ τὸν τάφο, ἕνα τόσο μεγάλο γεγονὸς θὰ ἀποτελοῦσε τὴν πιὸ φοβερὴ πρόκληση γιὰ τοὺς Φαρισαίους.
Οἱ ἐχθροὶ τοῦ Χριστοῦ γύρευαν ἀφορμὴ νὰ τὸν χτυπήσουν. Τὸ Πάσχα πλησίαζε. Ἂν ἴσως ὁ Χριστός πραγματοποιοῦσε αὐτὴν τὴν ἀνάσταση στὴν Βηθανία, ποὺ δὲν ἀπεῖχε ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα παρὰ λίγα χιλιόμετρα, ἡ πρωτεύουσα τοῦ Ἰσραὴλ θὰ τὸν ὑποδεχόταν ὡς Μεσσία. Καὶ αὐτὸ δὲ συνέφερε καθόλου, τοὺς Φαρισαίους. Μὲ κάθε τρόπο θὰ τὸν ἐξαφάνιζαν πρὶν γυρίσει στὴν ἁγία πόλη.
Τότε ἀπὸ τὸν πτοημένο ὅμιλο τῶν μαθητῶν ξεχωρίζει ὁ Θωμᾶς, ὁ ψυχρὸς καὶ λιγομίλητος Θωμᾶς, καὶ τοὺς λέει: «ὑπάγωμεν καὶ ἡμεῖς ἵνα ἀποθάνωμεν μετ’ αὐτοῦ».
Τί διστάζετε; Τί φοβᾶται; Δὲν τὸν ἀγαπᾶμε; Δὲν εἴμαστε ἀφοσιωμένοι ἀκόλουθοί Του; Ἂς μὴ λιποψυχοῦμε. Δὲν εἶναι ὁ Ἰησοῦς ὁ νικητής. Θὰ τὸν θανατώσουν ἐκείνοι ποὺ τόσο τὸν μισοῦν. Ἀλλὰ τὴν μεγαλύτερη εὐτυχία ἀπὸ τὸ νὰ πεθάνουμε κι ἐμεῖς μαζί Του;
Τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Ἀποστόλου φανερώνουν καθαρὰ τὴν ἀρετή του καὶ τὴν ἀδυναμία του. Ποιά εἶναι ἡ ἀρετή του; Ἡ ἀπόλυτη, ἡ στέρεη ἀφοσίωση στὸν Κύριο. Καὶ ποιά εἶναι ἡ ἀδυναμία του; Ἡ ὀλιγοπιστία του. Δὲν παραδέχεται ὅτι ὁ διδάσκαλος θὰ τὰ βγάλει πέρα μὲ τοὺς ἀντιπάλους του. Τὸν θεωρεῖ προκαταβολικὰ ἡττημένο.
Ἀλλὰ ἡ ὀλιγοπιστία αὐτὴ τοῦ Θωμᾶ δὲν εἶναι πάρα κομμάτι τῆς ὀλιγοπιστίας ὅλων τῶν μαθητῶν. Γιατί ἐκεῖνοι ἀπὸ ὀλιγοπιστία. Ἀλλὰ ἂν ὁ Θωμᾶς εἶναι ὁ ἴδιος μὲ αὐτοὺς στὴν ὀλιγοπιστία, τοὺς ξεπερνᾶ στὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Κύριο. Ὅλους. Ἀκόμα καὶ τὸ θερμόαιμο Πέτρο καὶ τὸν τρυφερὸ Ἰωάννη.
Ὥστε ἡ ὀλιγοπιστία τοῦ Θωμᾶ δὲν ἦταν δική του, προσωπικὴ ἔλλειψη. Αὐτὴ ἡ γενικὴ ὀλιγοπιστία ἔχει ἐπιτιμηθεῖ καὶ ἀπὸ τὸν Χριστό μετὰ τὴν Ἀνάσταση. Οἱ ἄλλοι ἀπόστολοι ἦταν παρόντες ὅταν ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἐμφανίστηκε στὸ ὑπερῶο. Ἦταν πάντοτε φτωχοὶ στὴν πίστη. Ἀλλὰ ἦταν καὶ πίστεψαν. Ὁ Θωμᾶς ἔλειπε. Ὁ καθένας ἀπὸ τοὺς συντρόφους του, ἂν βρισκόταν στὴ δική του θέση, θὰ ἔδειχνε τὴν ἴδια ἀμφιβολία. Μήπως κι αὐτοὶ δὲν εἶχαν κάνει προηγουμένως τὸ ἴδιο; Ὅταν ἡ Μυροφόρες ἦρθαν ἀπὸ τὸν κῆπο τοῦ Ἰωσὴφ καὶ τοὺς ἀνάγγειλαν τὴν Ἀνάσταση, ἐκεῖνοι πῆραν τὰ λόγια τῶν γυναικῶν γιὰ παραλήρημα, «κἀκεῖνοι ἀκούσαντες ὅτι ζῇ καὶ ἐθεάθη ὑπ᾿ αὐτῆς, ἠπίστησαν». Δὲν τὸν βαρύνει ἰδιαίτερα ἡ ἄρνησή του νὰ παραδεχτεῖ ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶχε ἐγερθεῖ ἐκ νεκρῶν. Ἤθελε πρῶτα νὰ δεῖ καὶ νὰ ψαύση. Ἀλλὰ ἂς κοιτάξουμε προσεκτικότερο τὴν ὀλιγοπιστία ποὺ ἔδειξε ὁ Θωμᾶς.
Μετὰ τὴν ἀνάσταση, ὁ Κύριος ξαναστήνει ὀρθές, ἀνάμεσα στοὺς μαθητές, τὴν πεσμένη ἀγάπη καὶ τὴν πεσμένη πίστη. Διάλεξε ἁπλῶς γιά νὰ τὶς ἐκπροσωπήσουν τὸν Πέτρο καὶ τὸν Θωμᾶ. Γιατί ὅλοι οἱ Ἀπόστολοι δὲν εἶχαν ἀγαπήσει καὶ πιστέψει ὅσο καὶ ὅπως Αὐτὸς ἤθελε.
Ἡ πεσμένη ἡ ἀγάπη εἶναι ὁ Σίμων Πέτρος, ποὺ ἀρνήθηκε τὸν Κύριο μπροστὰ στὴν παιδίσκη τοῦ ἀρχιερέως. Ὁ Ἰησοῦς, στὴν ἀκρογιαλιά τῆς Τιβεριάδας, τὸν ρωτᾶ : «Φιλεῖς με; τὸν ρωτάει τρεῖς φορές, καὶ ὁ Πέτρος, μὲ δάκρυα στὰ μάτια, τοῦ ἀπαντάει μὲ καρδιὰ σπαραγμένη ἀπὸ τὴν μετάνοια : «Ναὶ, Κύριε σὺ οἶδας ὅτι φιλῶ σέ». Καί τοῦ ἀπαντᾶ ὁ Κύριος «ποίμανε τό πρόβατά μου».
Τὸν συγχωρεῖ καὶ τὸν ἀποκαθιστᾶ στὸ ἀποστολικὸ ἀξίωμα. Ἡ πεσμένη ἡ πίστη εἶναι ὁ Θωμᾶς. Εἶπε: «ἐάν μὴ ἴδω ἐν ταῖς χερσίν αὐτοῦ τὸν τύπον τῶν ἥλων καὶ βάλω τὸν δάκτυλον μου εἰς τόν τύπον τῶν ἥλων καὶ βάλω τὴν χεῖρα μου εἰς τήν πλευράν αὐτοῦ οὐ μὴ πιστεύσω».
Ὅπως ἡ ἄρνηση τοῦ Πέτρου ἤταν ἡ ἀντίθετη πρὸς τὴν διάθεσή του προδοσία τῆς καρδιᾶς ἀπὸ τὰ χείλη, ἔτσι καὶ τοῦ Θωμᾶ ἡ ἀπιστία εἶναι τῶν χειλέων καὶ ὄχι πραγματική, τῆς προαιρέσεως. Εἶναι μιὰ ἀπιστία γεμάτη ἀνυπομονησία καὶ ποθῶ νὰ τὴν διαψεύσουν τὰ πράγματα. Εὔχεται νὰ βγεῖ γελασμένη.
Ὁ Θεὸς κοιτάζει στὸ βάθος μας. Ἂν στὸ βάθος μας ὑπάρχει ἡ ἀγαθὴ προαίρεση, θὰ μᾶς συγχωρήσει. Ἔτσι, συνέβαινε καὶ στοὺς μαθητὲς ποὺ τοὺς ἐκπροσώπησαν στὴν πτώση καὶ στὴν συγχώρηση ὁ Πέτρος καὶ ὁ Θωμᾶς.
Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, λοιπόν, ἦρθε μετὰ ἀπὸ ὀκτὼ ἡμέρες ἐνώπιον τῶν Ἀποστόλων, ποὺ τώρα ἦταν καὶ ὁ Θωμᾶς ἀνάμεσά τους. «Φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὧδε, καὶ ἴδε τὰς χεῖράς μου. καὶ φέρε τὴν χεῖρά σου καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου, καὶ μὴ γίνου ἄπιστος ἀλλὰ πιστός».
«Μὴ γίνου ἄπιστος». Λοιπόν, ὁ ἴδιος ὁ Κύριος δὲν παραδέχεται ὅτι ὁ Θωμᾶς εἶναι ἄπιστος. Ἔγερνε πρὸς τὴν ἀπιστία. Ὁ Κύριος τὸν τράβα τώρα πρὸς τὴν πίστη. Δὲν μποροῦσε νὰ τὸ κάνει μόνος του. Τὸν βοηθάει, λοιπόν, ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Συγκατάβαινει, τοῦ παρουσιάζεται, τὸν καλεῖ νὰ δεῖ, καὶ νὰ ψηλαφήσει. Καὶ ὁ Θωμᾶς πέφτει στὰ γόνατα καὶ φωνάζει: «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου». Δὲν βλέπει πιά, δὲν ψαύει, πιστεύει.
Πίστεψε ἀκριβῶς ὅπως καὶ οἱ ἄλλοι μαθητές. Ἀφοῦ εἶδε. Γιατί, λοιπόν, νὰ τὸν θεωροῦμε ἐλαττωματικότερο ἀπὸ ἐκείνους; Γιατί νὰ ὑποθέσουμε ὅτι μονάχα αὐτὸν ἀπέκλειε ὁ θεῖος μακαρισμός; Μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες, που εἶπε ὁ Κύριος. Δὲν ἦταν ἔξω ἀπὸ αὐτὸ τὸ μακαρισμὸ μονάχα ὁ Θωμᾶς, ἀλλὰ καὶ οἱ ὑπόλοιποι Ἀπόστολοι. Γιατί, ὅπως ἐκεῖνος, ἔτσι καὶ αὐτοὶ δὲν εἶχαν πιστέψει χωρὶς προηγουμένως νὰ δοῦν μὲ τὰ σωματικὰ μάτια τὸν ἀναστάντα Κύριο.
Ὁ Θωμᾶς ἁπλῶς τοὺς ἐκπροσώπησε στὴν ἐλλειπὴ πίστη τους. Ὅπως ὁ Πέτρος στὴν ἐλλειπὴ ἀγάπη τους. Ἄξιζε, λοιπόν, ἀδελφοί μου ἀγαπητοί, καὶ σ' αὐτὸν ὅπως καὶ σὲ ἐκείνους νὰ γίνει μὲ τὴν χάρη τοῦ Θ εοῦ ἕνα ὄργανο τοῦ θαύματος στὸν κόσμο.