Κυριακή τοῦ Τυφλοῦ
«Ἀνεῴχθησάν τε παραχρῆμα αἱ θύραι πᾶσαι»
Στὸ ἐρώτημα, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, γιατί ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου κατέβηκε στὸν κόσμο, κάθε πιστός, ἀκόμη καὶ ὁ πιὸ ἁπλός, ἔχει ἕτοιμη τὴν ἀπάντηση. Καὶ ἡ ἀπάντηση αὐτὴ εἶναι πὼς ὁ Χριστὸς ἦρθε στὴ γῆ γιὰ νὰ σώσει τὸν ἄνθρωπο.
Θὰ μποροῦσε, ὅμως, νὰ σταθεῖ καὶ μιὰ ἄλλη ἀπάντηση μὲ ἀφορμὴ τὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα, μιὰ ἀπάντηση φαινομενικὰ παράδοξη καὶ ὡστόσο ἀπόλυτα σωστή. Καὶ εἶναι αὐτή: ὅτι ὁ Χριστὸς ἦρθε στὸν κόσμο μὲ σκοπὸ νὰ ἀχρηστεύσει ὅλων τῶν εἰδῶν τὶς θύρες, ἐκτὸς ἀπὸ μία πόρτα, ποὺ γιὰ αὐτὴ θὰ μιλήσουμε στὸ τέλος.
Ἡ θύρα, ὅπως βλέπουμε στὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ ὅπως τὸ μαρτυρεῖ καὶ ἡ πείρα τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς, εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ τόσα καὶ τόσα ἀποτελέσματα τῆς ἁμαρτίας. Ἡ πρώτη πόρτα, ποὺ παρουσιάζεται, στὸν κόσμο, εἶναι ἐκείνη τῆς Ἐδέμ, ἀπὸ τὴν ὁποία βγῆκαν οἱ πρωτόπλαστοι, μετὰ τὴν παρακοή, ὅταν ἐξορίστηκαν ἀπὸ τὸν παράδεισο, καὶ ποὺ ἔκλεισε πίσω τους. Ὅπως διηγεῖται ἡ Γένεση, τὴν πύλη αὐτὴ τὴν φύλαγαν ἀπὸ ἐκείνη τὴν ὥρα καὶ πέρα Χερουβεὶμ μὲ πύρινη ρομφαία.
Ἡ ἁμαρτία φέρνει τὸν χωρισμὸ ἀνάμεσα στὸ Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο, ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος, καὶ ἀνάμεσα στὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος. Ὅταν λοιπόν, μετὰ τὴν πτώση τῶν πρωτόπλαστων, τὸ ἀνθρώπινο γένος, χωρίστηκε ἀπὸ τὸν Κτίστη του, βρέθηκε ἀνάμεσα σὲ αὐτὸ καὶ σὲ Ἐκεῖνον μιὰ πόρτα.
Ἀλλὰ δὲν ἔμεινε ἡ μόνη. Ἡ ἁμαρτία χώρισε καὶ τοὺς ἀνθρώπους μεταξύ τους καὶ ἔτσι ἀπὸ φόβο ὁ ἕνας πρὸς τὸν ἄλλον ἔφτιαξαν σπίτια καὶ τείχη γύρω τους ἀπὸ τὶς πόλεις, ποὺ στὰ ἀνοίγματά τους τοποθέτησαν πόρτες καὶ πύλες. Κλείνοντάς τις καλά, εἴχανε ἔτσι τὸ αἴσθημα τῆς ἀσφάλειας μεταξύ τους. Ἔφτιαξαν ἀκόμη πόρτες καὶ γιὰ τὰ δεσμωτήρια καὶ τὶς φυλακές, ὅπου κλείνονταν καὶ δὲν μποροῦσαν πλέον νὰ κάνουν κακὸ οἱ κακοῦργοι ἢ ἀκόμη καὶ οἱ δίκαιοι, ὅταν ἦταν ἀνυπόφοροι στοὺς ἰσχυροὺς τῆς γῆς, ὅπως ἀκριβῶς ἦταν ἡ περίπτωση τοῦ Παύλου καὶ τοῦ Σίλα, γιὰ τὴν ὁποία μίλησε πρὶν λίγο ἡ περικοπὴ τῶν πράξεων ποὺ ἀκούσαμε.
Ἀλλὰ καὶ γιὰ ἕναν ἄλλο λόγο τὸ πεσμένο στὴν ἁμαρτία ἀνθρώπινο γένος εἶχε ἀνάγκη τῶν θυρῶν. Κοντὰ στὸν φόβο του πλησίον, ὑπάρχει καὶ τὸ λεγόμενο φυσικὸ κακό, ποὺ κι αὐτὸ ἐπίσης στάθηκε μιὰ ἀπὸ τὶς συνέπειες τῆς πτώσεως τῶν πρωτόπλαστων. Κάθε σπίτι ἔπρεπε νὰ ἔχει τὴν πόρτα του, γιὰ νὰ προφυλάγονται οἱ ἔνοικοι τοῦ ἀπὸ τὸ καυτερὸ λίβα τὸ καλοκαίρι καὶ ἀπὸ τὴν βροχὴ καὶ τὸ παγερὸ ἄνεμο τὸ χειμῶνα.
Πρὶν ἀπὸ τὴν παρακοή, ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὔα δὲν πάθαιναν κανένα κακὸ μέσα στὴν κτίση, γιατί καὶ αὐτὴ ἦταν κάτω ἀπὸ τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ καὶ καμιά της δύναμη δὲν εἶχε βλαβερὴ ἐπίδραση πάνω στὸν ἄνθρωπο. Γι' αὐτὸ καὶ οἱ πρωτόπλαστοι, δὲν εἶχαν ἀνάγκη οὔτε καὶ ἀπὸ ἐνδύματα. Ἀλλὰ ὅταν ἡ ἁμαρτία κυριεύσει τὸν ἄνθρωπο, ἔβγαλε καὶ ἕνα μέρος ἀπὸ τὶς δυνάμεις τῆς κτίσεως πρὸς τὸ κακό. Ὅπως διδάσκει τρανώτατα ὁ θεῖος Παῦλος, λέγοντας πὼς μαζὶ μὲ ἐμᾶς καὶ ἡ κτίση ὑποφέρει καὶ στενάζει ἐξ αἰτίας τῆς ἁμαρτίας.
Ὁ Ἰησοῦς, λοιπόν, σὰν ἦρθε γιὰ νὰ ἀπαλλάξει τὸν κόσμο ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ νὰ ξαναφέρει τὸ ἀποστατημένο ἀνθρώπινο γένος στὴν πρώτη του μακαριότητα, ἦρθε καὶ μὲ τὸν σκοπὸ νὰ καταργήσει ἐπίσης καὶ ὅλες τὶς συνέπειες τῆς ἁμαρτίας. Καὶ ἀνάμεσα σὲ αὐτὲς εἶναι καὶ ἡ κάθε λογιῶν θύρες. Ὅταν δηλαδὴ ἐπικρατήσει ἡ βασιλεία τοῦ Χριστοῦ, αὐτὸ τὸ πρᾶγμα θὰ εἶναι ὁλότελα ἄχρηστο.
Μέσα στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ὑπάρχει ἕνα ζωντανὸ σύμβολο αὐτὸ τοῦ κατορθώματος τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ὁ χειροδύναμος Σάμψων, ποὺ καθὼς ἀναφέρει τὸ βιβλίο τῶν Κριτῶν ἔβγαλε ἀπὸ τοὺς ἁρμούς της τὴν πύλη τῆς πόλεως Γάζας. Φορτώθηκε τὰ δύο θυρόφυλλά της στὸν ὦμο του καὶ τὰ πῆγε σὲ ἕνα ἀντικρινὸ βουνό. Αὐτό, λοιπόν, τὸ κατόρθωμα τοῦ Σαμψών δὲν ἦταν παρὰ μιὰ προφητικὴ εἰκόνα γιὰ τὸ τί ἔμελλε νὰ κάνει ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Στὸν βίο τοῦ Κυρίου μας βλέπουμε ἀκριβῶς αὐτὸ τὸ γεγονός, τὴν ἀχρήστευση δηλαδὴ κάθε εἴδους θύρας.
Ὁ Χριστὸς δὲν περιορίστηκε μονάχα στὸ νὰ εἰσέλθει στὸν κόσμο διαβαίνοντας μιὰ κλειστὴ θύρα, τὴν παρθενικὴ μήτρα. Βγῆκε ἐπίσης καὶ ἀπὸ τὸν κόσμο περνώντας πάλι μιὰ κλειστὴ θύρα. Καὶ αὐτὴ τὴ φορὰ πρόκειται γιὰ τὸν λίθο ποὺ ἀσφαλίζε τὸν τάφο του. Κατὰ τὴν ἔνδοξο ἀνάστασή Του. Ὅπως φαίνεται καί ἀπὸ ὅσα σχετικὰ ἱστοροῦν ἱεροί εὐαγγελιστές, καὶ ὅπως διδάσκει ἡ Ἁγία Ἐκκλησία, ὁ Χριστός ὅταν ἀναστήθηκε πέρασε ἀπὸ τὸ μνῆμα, χωρὶς νὰ παραμεριστεῖ ὁ λίθος καὶ χωρὶς νὰ σπάσουν οἱ ταινίες ποὺ τύλιγαν τὸ Ἅγιον Σῶμα Του. Ὁ λίθος παραμερίστηκε κατόπιν ἀπὸ τὸν φαεσφόρο ἄγγελο, γιὰ νὰ μπορέσουν νὰ δοῦν οἱ Μυροφόρες γυναῖκες, ὅτι ἐκεῖνος ποὺ ζητοῦσαν, δὲν ὑπῆρχε πλέον μέσα στὸν τάφο.
Ἀλλὰ πρὶν ἀναστηθεῖ ὁ Σωτῆρας τοῦ κόσμου, εἶχε ἀχρηστεύσει καὶ κάτι ἄλλες πόρτες, τὶς πύλες τοῦ θανάτου, ποὺ τίς συνέτριψε μιὰ γιὰ πάντα. Καὶ ὕστερα ἀπὸ τὴν ἔγερσή Του, τὸ βράδυ τῆς Κυριακῆς, πάλι ἀχρήστεψε ἄλλες πόρτες, ἐκεῖνες τοῦ ὑπερώου, ὅπου ἦταν οἱ μαθητές Του συνηγμένοι καὶ ποὺ τίς πέρασε χωρὶς νὰ χρειαστεῖ προηγουμένως νὰ ἀνοίξουν, γιὰ νὰ βρεθεῖ ἔτσι ἀνάμεσα στοὺς ἀγαπημένους Του φίλους καὶ νὰ τοὺς χαιρετήσει.
Ἀκόμη, ἐπίσης, μὲ τὴν θεία Του διδαχή, μὲ τὴν ἀγάπη ποὺ κήρυξε, τί ἄλλο ἔκανε ὁ γλυκύτατος Ἰησοῦς παρὰ νὰ δείξει στοὺς ἀνθρώπους, ὅτι ὅπως ὁ Ἴδιος ἔτσι καὶ αὐτοὶ ἂν Τὸν πίστευαν δὲν θὰ εἶχαν πλέον ἀνάγκη ἀπὸ κάθε λογῆς πόρτα. Τοὺς ἀνήγγειλε πὼς ἡ κλειστὴ θύρα τοῦ Παραδείσου θὰ ἀνοίγει πλέον γιὰ πάντα καὶ θὰ μποροῦσαν νὰ ἐπιστρέψουν ἐκεῖ. Καὶ πὼς ἂν ἔπρατταν ὅσα τοὺς δίδαξε, δὲν θὰ ὑπῆρχε πιά φόβος ἀνάμεσά τους. Ἡ ἀγάπη, ποὺ θὰ σάρωνε τὸ μῖσος, θὰ ἀχρήστευε τὶς θύρες ἀπὸ τὰ σπίτια καὶ τὶς πύλες τῶν τειχῶν μαζὶ μὲ τὰ τείχη.
Ὡστόσο, ἀδελφοί μου, ὑπάρχει καθὼς εἴπαμε στὴν ἀρχή, ἕνα εἶδος πόρτας ποὺ ὁ Χριστός, παρόλη τὴν παντοδυναμία του, δὲν τὴν περνάει, ἂν προηγουμένως δὲν τοῦ ἀνοίξει ἐκεῖνος ποὺ βρίσκεται ἀπὸ πίσω της. Στὴν Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννου, ἀκοῦμε τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ νὰ λέει τὰ ἑξῆς: Νά, στέκομαι μπροστὰ στὴν θύρα καὶ χτυπῶ, ὅποιος ἀκούσει καὶ μοῦ ἀνοίξει, θὰ εἰσέλθω σὲ αὐτὸν καὶ θὰ δειπνήσω μαζί του.
Ποιά εἶναι αὐτὴ ἡ μυστηριώδης θύρα, ποὺ ὁ Κύριος ἀφήνει ἄθικτη, καλὰ στερεωμένη στοὺς ἁρμούς της, κλειστὴ καὶ ἀδιάβατη ἐκ μέρους Του, ἂν δὲν βρεθοῦν πίσω της δύο ἀποφασιστικὰ χέρια νὰ Τοῦ ἀνοίξουν τὰ φύλλα της γιὰ νὰ τὴν περάσει; Εἶναι, ἀδελφοί μου, ἡ θύρα τῆς καρδιᾶς μας, ποὺ ἂν δὲν τὴν ἀνοίξουμε μόνοι μας, μὲ τὴν θέλησή μας, ὁ Ἰησοῦς μένει ἀπ' ἔξω παρὰ τὴν σφοδρὴ ἐπιθυμία του νὰ τὴν διαβεῖ.
Γι'αυτό ἀκριβῶς, ὁ παντοδύναμος Κύριος, μένει ἔξω ἀπὸ τόσες καὶ τόσες καρδιές, γιατί σέβεται τὴν ἀνθρώπινη προαίρεση καὶ δὲν μπαίνει παρὰ μονάχα, ὅπου τὸν ζητοῦν καὶ τοῦ ἀνοίγουν. Αὐτὴ τὴν θύρα ἂς ἀνοίξει ὁ καθένας μας ἀποφασιστικὰ στὸν Χριστό μὲ τὴν μετάνοιά του καὶ τὸν πόθο τῆς σωτηρίας, ποὺ εἶναι τὰ δύο δυνατὰ χέρια τῆς ψυχῆς ποὺ ἀνοίγουν τὶς πόρτες της διάπλατα. Ἀμήν.