Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας
Κυριακή 9 Μαρτίου 2025
Κατὰ τὴν σημερινὴ Κυριακὴ ποὺ ἐορτάζουμε τὸν θρίαμβο τῆς Ὀρθοδοξίας, κατὰ ἀγαθὴ συγκυρία ἐορτάζουμε καὶ τὴν μνήμη τῶν Ἁγίων τεσσαράκοντα μαρτύρων, οἱ ὁποῖοι μὲ τὸ μαρτύριό τους πιστοποιοῦν τί ἄλλο; Τὴν ἀμώμητον πίστιν στὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, τὸν λυτρωτὴ καὶ σωτῆρα τοῦ κόσμου. Καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος πλέκει μὲ τὸν λόγο του τὸ στεφάνι αὐτὸ τῆς πίστεως, τὸ ὁποῖο στεφανώνει κάθε μάρτυρα ποὺ ἀφιερώνει τὴ ζωὴ του στὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό.
Ἀλλὰ τὰ ἄνθη τοῦ στεφανιοῦ αὐτοῦ δὲν εἶναι παρμένα ἀπὸ τὸν λειμῶνα τῶν ἁπλῶν λόγων. Τὰ ἔχει κόψει ἀπὸ τὰ μεγάλα γεγονότα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, καὶ δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ τὰ ὀνόματα καὶ τὰ κατορθώματα τῶν δικαίων καὶ τῶν προφητῶν, ποὺ ὑπέστησαν, χωρὶς νὰ λυγίσουν, κάθε εἴδους θλίψεως, ἀποδεικνύοντας μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο, ὅτι δὲν ὑπάρχει στὸν κόσμο θαυμαστότερη δύναμη ἀπὸ τὴν πίστιν. Μιὰ πανήγυρις πίστεως ζοῦμε, ἀδελφοί, τοποθετημένη στὴν ἀρχὴ τῆς Ἁγίας καὶ μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, γιὰ νὰ διδαχθοῦμε πῶς μὲ τὴν πίστιν τὴν ἀδιάκριτη, τὴν χωρὶς κλυδωνισμούς, τὴν φλογερὴ, θὰ μπορέσουμε νὰ βγάλουμε σὲ θριαμβευτικὸ πέρας τὸν ἀγῶνα τῆς νηστείας, στὸν ὁποῖο εἰσήλθαμε.
Ἀλλὰ σὲ αὐτὴν τὴν ἐορτή, δὲν τιμᾶται μόνον ἡ μητέρα, τιμᾶται καὶ ἡ κόρη. Ποία εἶναι ἡ θυγάτηρ τῆς πίστεως, ποὺ κι αὐτὴ στόλισε τὸν βίον τῶν μεγάλων ἐκείνων ἀνδρῶν; Τὴν ἀναφέρει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέγοντας: «Τοιοῦτον οὖν ἔχοντες περικείμενον ἡμῖν νέφος μαρτύρων, τρέχωμεν μετὰ ὑπομονῆς τὸν προκείμενον ἡμῖν ἀγῶνα.»
Ἡ θυγατέρα τῆς πίστεως εἶναι ἡ ὑπομονή. Τιμῶντας, λοιπόν, σήμερα τὴν θυγατέρα, θὰ τιμήσουμε μὲ τὸν καλύτερο τρόπο καὶ τὴν ἐορτάζουσα μητέρα. Διότι ἡ πίστη δὲν ἔχει ἄλλο πιὸ ἀγαπητὸ καὶ ἄξιο παιδὶ της ἀπὸ τὴν ὑπομονή. Μέσα στὸν ἀστερισμὸ τῶν ἐπιθέτων καὶ τῶν ἄλλων λέξεων μὲ τὶς ὁποῖες φανερώνονται στὴν Ἁγία Γραφὴ διάφορες ἰδιότητες τοῦ Θεοῦ, ὑπάρχει καὶ μία φράση τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ὅπου ὁ Θεὸς ἀποκαλεῖται «Θεὸς τῆς ὑπομονῆς.»
Ἡ ὑπομονὴ εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ πολυτιμότερα ἐνδύματα ποὺ φορᾶ ὁ Κύριός μας ἐμφανιζόμενος ἐνώπιόν μας. Πρὶν τὴν δώσει σὲ ἐμᾶς, τὰ πλάσματά του, σὰν ἐντολὴ καὶ σὰν χάρισμα, τὶ φανερώνει ὁ ἴδιος στὸν ἑαυτό του; Ποῦ ἀκριβῶς δείχνει ὁ Κύριος τὴν ὑπομονή; Καὶ ποῦ πρέπει νὰ τὴν δείχνουμε ἐμεῖς; Σὲ αὐτὸ τὸ διπλὸ ἐρώτημα δίνει ἀπάντηση τὸ σημερινὸ κήρυγμά μας.
Ὁ Κύριος ὑπομένει τὶς ἁμαρτίες μας. Καὶ ὅταν γιὰ χάρη μας κατέβηκε στὴ γῆ καὶ φόρεσε τὴν ἀνθρώπινη σάρκα, τί ἄλλο ἔκανε παρὰ νὰ ὑπομένει; Ὑπομένω σημαίνει: μένω ἀπὸ κάτω. Ἡ σάρκωση, λοιπόν, τοῦ Υἱοῦ δὲν ἦταν παρὰ μιὰ κάθοδος ἀπὸ τὸ μεγαλείο του. Στὰ 33 χρόνια τοῦ ἐπιγείου βίου τοῦ Κυρίου, ἔμεινε κάτω ἀπὸ τὴν δόξα του, κάτω ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς του. Ἀλλὰ ἔμεινε κάτω καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ βρίσκονται ὅλοι οἱ ἄνθρωποι. Φορτώθηκε τὶς ἀνομίες ὅλου τοῦ κόσμου. Ὑπῆρξε ὁ μυστηριώδης ἀχθοφόρος τῆς ἀνθρωπίνης ἐνοχῆς, ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτία τοῦ κόσμου. Καὶ τέλος, κάτω ἀπὸ αὐτὸ τὸ φρικτὸ βάρος, ὑπέμεινε θάνατο, τὸν ἀτιμωτικὸ θάνατο τοῦ σταυροῦ. Τοῦ ταιριάζει, λοιπόν, ἀπόλυτα ἡ λέξη ὑπομονή. Εἶναι πραγματικὰ ὁ Θεὸς τῆς ὑπομονῆς.
Καλώντας μας τώρα νὰ Τὸν μιμηθοῦμε, μᾶς ζητᾶ νὰ δείχνουμε κι ἐμεῖς στὸν βίο μας ὑπομονή. Πού πρέπει νὰ τὴν δείχνουμε; Στὶς θλίψεις, ποὺ μᾶς βρίσκουν, στους πειρασμούς, ποὺ μᾶς δοκιμάζουν, στὸ θέλημά Του, ποὺ μᾶς φαίνεται συχνὰ τόσο σκληρό.
Ἡ ὑπομονὴ εἶναι τὸ βασικὸ γνῶρισμα ὅσων πατοῦν πάνω στὰ ζωηφόρα ἴχνη τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Μὲ αὐτὴ διαβαίνουν ἀπὸ τὴν κοιλάδα τοῦ κλαυθμῶνος, ποὺ εἶναι ὁ παρὼν βίος. Στὶς θλίψεις καὶ στοὺς πειρασμούς, κάποτε, ἡ σκέψη μας ἀδυνατεῖ νὰ φανταστεῖ τρόπο διεξόδου, καὶ ἡ καρδιὰ μας γονατίζει ἀπὸ τὸ βάρος τους καὶ τὴν σφοδρότητά τους. Ὅταν, ὅμως, ἔχουμε ὑπομονή, μοιάζουμε μὲ τὸν βράχο ποὺ τὸν σκεπάζουν προσωρινὰ τὰ κύματα, ἀλλὰ σὲ λίγο ἐκεῖνα παρέρχονται, κι αὐτὸς ξανά λάμπει στὸ φῶς τοῦ ἡλίου, γιατὶ στάθηκε ἀσάλευτος στὴ θέση του.
Ἡ ὑπομονή, ἀδελφοί μου, εἶναι λιτοδίαιτη ἀρετή. Δὲν ἔχει ἀνάγκη νὰ τροφοδοτεῖται ἀπὸ δυνατοὺς στοχασμοὺς καὶ πολύχυμα αἰσθήματα, ὅπως ἄλλες ἀρετές. Τῆς φτάνει μονάχα μία σκέψη καὶ ἕνα αἴσθημα: Ἡ σκέψη ὅτι θὰ ὑπομένουμε, ἀφήνοντας τὸ πᾶν στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ. Καὶ τὸ αἴσθημα ποὺ εἶχε ὁ Κύριός μας μέσα στὸν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ, ὅταν, ἐνῶ ἐπαναστατοῦσε ἡ ὕπαρξή Του στὴν ἰδέα τοῦ θανάτου, ἀπάντησε στὸν Πατέρα Του: «Ὄχι ὅπως θέλω ἐγώ, ἀλλὰ ὅπως θέλεις Συ».
Ἡ ὑπομονὴ εἶναι ἡ κάμηλος, μὲ τὴν ὁποία περνάμε τὶς ἐρήμους τῆς χάριτος. Ὅταν οὔτε δύο λόγια προσευχῆς δὲν μᾶς ἀνεβαίνουν στὰ χείλη, ὅταν δὲ νιώθουμε στὴν καρδιὰ μας τὴν δροσιὰ τῆς θεϊκῆς παρουσίας, ὅταν ὅλα τὰ δῶρα τοῦ Πνεύματος φαίνονται σὰν νὰ μᾶς ἔχουν ἐγκαταλείψει, μονάχα μὲ τὴν ὑπομονὴ νικοῦμε αὐτὲς τὶς ὥρες. Τότε, ὅλες οἱ φοβερὲς ἔφοδοι, ὅλες οἱ δυνατὲς ἐπιθέσεις τοῦ Σατανᾶ δὲ μᾶς κλονίζουν. Ἡ ψυχὴ μας περνᾶ ἀπὸ τὴν φωτιὰ καὶ τὸ σίδερο τῶν πειρασμῶν καὶ τῶν θλίψεων, καὶ χάρη στὴν ὑπομονὴ —καὶ μόνο σὲ αὐτή— βγαίνει τέλος σὲ ἀνάπαυση, στὸ ξέφωτο τῆς θείας παρηγοριᾶς.
Ἀλλὰ, μιλώντας γιὰ τὴν ὑπομονὴ μονάχα σὰν ἀσπίδα ἀπέναντι τῶν θλίψεων καὶ τῶν πειρασμῶν, δὲν τὴν τιμᾶμε ὅσο πρέπει. Ἡ ὑπομονὴ ὑπομένει μέσα ἀπὸ ὅλα αὐτὰ τὸν ἴδιο τὸν Κύριο. Ἡ ὑπομονὴ ἡ δική μας εἶναι ὁμογάλακτη ἀδελφὴ τῆς ὑπομονῆς τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖνος εἶναι ὁ Θεὸς τῆς ὑπομονῆς, γιὰτὶ ὑπομένει ἐμᾶς. Κι ἐμεῖς, λοιπόν, καλούμαστε, μὲ τὴν ὑπομονὴ μας ἀπέναντι στὶς θλίψεις καὶ τοὺς πειρασμούς, νὰ ὑπομένουμε Αὐτόν.
Αὐτὴ εἶναι ἡ δόξα τῆς ὑπομονῆς. Δὲν ὑπομένουμε τὶς θλίψεις καὶ τοὺς πειρασμούς. Ὑπομένουμε τὸν Θεό, μένοντας κάτω ἀπὸ τὸν ζυγὸ τοῦ Ἁγίου Του θελήματος. Γι' αὐτὸ λέγει καὶ ὁ Δαβὶδ σὲ ἕναν ψαλμό του: «Ὑπέμεινα Σε, Κύριε».
Εὔχομαι, ἀδελφοί μου, μὲ αὐτὴν τὴν ὑπομονή, ἀντλῶντας τὴν ἀπὸ τὸ παράδειγμα τῶν σημερινῶν πρωταθλητῶν της, νὰ διατρέξουμε κι ἐμεῖς τὸ στάδιο τῆς Ἁγίας Τεσσαρακοστῆς, ἀλλὰ καὶ τὸ μεγαλύτερο ἐκεῖνο στάδιο, ποὺ εἶναι ὅλος ὁ ἐπίγειος βίος μας.