Κυριακή τῶν Ἁγίων 318 Πατέρων τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου
Ἀνάμεσα στοὺς μακαρισμούς, ποὺ εἶπε ὁ Χριστὸς πάνω στὸ ὄρος καὶ ποὺ τοὺς ἀναφέρουν οἱ ἱεροὶ Εὐαγγελιστὲς Ματθαῖος καὶ Λουκᾶς, ἔχει τὴ θέση του κι αὐτὸς ὁ ὡραιότατος, ποὺ ἀκούσαμε σήμερα νὰ τὸν μνημονεύει καὶ νὰ τὸν διασώζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος.
Μιλῶντας στοὺς ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἐφέσου, ὁ Παῦλος τούς ἐμπιστεύεται καὶ αὐτὸ τό πολύτιμο κειμήλιο ἀπὸ τὸν θησαυρὸ τῆς διδασκαλίας τοῦ Ἰησοῦ. Εἶναι ἕνα πανάκριβο πετράδι, ποὺ δὲν βρίσκεται στὸ θησαυροφυλάκιο τῶν Εὐαγγελίων, ἀλλὰ τὸ ἔχει στὴν μνήμη του ὁ ἀπόστολος Παῦλος καὶ τὸ δείχνει συχνότατα στὶς ψυχές, καταυγάζοντάς τις. Θὰ προσέξατε, ἀδελφοί, τί ἀκριβῶς εἶπε ὁ μέγας Παῦλος πρὶν ἀναφέρει αὐτὸν τὸν μακαρισμό: ἐγώ σᾶς θύμιζα τὸν λόγο τοῦ Κυρίου, ὅτι μακάριο εἶναι νὰ δίνει κανεὶς καλύτερα παρὰ νὰ λαμβάνει. Τὸν λόγο, λοιπόν, αὐτὸν τοῦ Ἰησοῦ, ὁ Ἀπόστολος τὸν εἶχε συχνὰ στὰ χείλη του καὶ δὲν ἔχανε εὐκαιρία νὰ μὴν τὸν ἀναφέρει σὲ κάθε διδαχή του. Καὶ ἡ προσκόλληση αὐτὴ τοῦ Παύλου στὸ κυριακό ἐκεῖνο ρητὸ ἦταν ἀπόλυτα δικαιολογημένη. Ἡ ὑπόμνηση αὐτοῦ τοῦ μακαρισμοῦ δὲν θὰ ἔμενε ἀσφαλῶς χωρὶς ἀποτέλεσμα. Γιατί; γιατί μέσα στὴν βραχύπνοη αὐτὴ φράση λάμπει ὅλο τὸ μεγαλεῖο καὶ ἡ δόξα τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, εἶναι κλεισμένο ὅλο τὸ Εὐαγγέλιο. Ὅλο τὸ Εὐαγγέλιο, ποὺ μᾶς λέει τί ἔκανε ὁ Χριστός καὶ τὴν ζητᾶ ἀπὸ κάθε πιστὸ φίλο του καὶ μιμητῆ Του νὰ κάνει.
Τί ἔκανε ὁ Κύριος, λοιπόν; Ἔδωσε καὶ ἀπέφυγε νὰ πάρει. Ἔγειρε τοὺς οὐρανοὺς καὶ κατέβηκε στὴ γῆ, γιὰ νὰ δώσει τί; Τὸν Ἑαυτό του στοὺς ἀνθρώπους. Ὁλόκληρος ὑπῆρξε ἕνα δῶρο σὲ ἐμᾶς. Μᾶς ἔδωσε τὴν ἀγάπη Του, τὴν δόξα Του, τὴν σοφία Του καὶ τὴν δύναμή Του. Πρόσφερε τὴν ὑγεία στοὺς ἀρρώστους, τὴν ζωὴ στοὺς νεκρούς, τὴν παρηγοριὰ στοὺς θλιμμένους, τὴν ἐλευθερία στοὺς δέσμιους τῆς ἁμαρτίας. Πρόσφερε τὸ αἷμα Του πάνω στὸ Γολγοθᾶ, γιὰ νὰ πλύνει καὶ νὰ κάνει καθαρότερη καὶ ἀπὸ τὸ χιόνι τὴν ρυπωμένη στολὴ κάθε ψυχῆς. Πέρασε, λέει γι’ αυτόν ἕνας ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους Του, ἀπὸ τὴν γῆ ὁ Κύριος εὐεργετῶντας καὶ γιατρεύοντας.
Ἀλλὰ καὶ τὴν ζητᾶ ἀπὸ τοὺς ἀκόλουθούς Του καὶ τοὺς ἀληθινοὺς φίλους Του ὁ Ἰησοῦς. Ὅποιος Τὸν μιμεῖται τί ἄλλο κάνει πάρα νὰ φορᾶ αὐτὸν τὸν μακαρισμό, νὰ μπαίνει στὸ φωτεινὸ νόημα αὐτῶν τῶν λόγων τοῦ Κυρίου, νὰ τοὺς ἐφαρμόζει καὶ νὰ τοὺς παίρνει ἀπὸ πίσω σὰν βέλος ποὺ δείχνει πρὸς τὰ ποὺ πρέπει νὰ στρέφεται καὶ νὰ κινεῖται ὁ Χριστιανός.
Ποιός ἄραγε εἶναι ὁ ἀληθινὸς Xριστιανός; Αὐτὸς ἀκριβῶς ποὺ δὲν ἔχει ἄλλη προσπάθεια, ἄλλη λαχτάρα, ἄλλη ἐπιδίωξη πάρα πώς νὰ κατορθώνει ὥστε νὰ ἀνήκει σὲ αὐτὸν τὸν μακαρισμό. Ἡ ἔννοια ἡ ὁποία μιμεῖται τὸν Κύριο, εἶναι πὼς νὰ δίνει ὅσο τὸ δυνατὸν περισσότερα καὶ πὼς νὰ παίρνει ὅσο τὸ δυνατὸν λιγότερα. Προτιμᾶ νὰ κουράζεται γιὰ νὰ ἀναπαύονται οἱ ἄλλοι, νὰ στερεῖται τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ γιὰ νὰ τά ἀπολαμβάνουν ὅσοι δὲν τὰ ἔχουν, νὰ ταπεινώνεται γιὰ νὰ δοξάζεται ὁ ἀδερφός του, νὰ ὑποφέρει γιὰ νὰ χαίρουν οἱ διπλανοί του.
Αὐτό, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, εἶναι ἡ οὐσία τοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ ὁ ἀγῶνας τοῦ Χριστιανοῦ ὄχι ἄλλος παρὰ τὸ πῶς νὰ πηδήσει καὶ νὰ διαπεραιωθεῖ ἀπὸ τὸ «λαμβάνειν» στὸ «διδόναι», ἀπὸ τὸ νὰ παίρνει στὸ νὰ δίνει. Ἂς ἀνάψουμε αὐτὸν τὸν πολυέλαιο τοῦ θείου μακαρισμοῦ πάνω ἀπὸ τὴ ζωή μας καὶ ἂς κοιτάξουμε κάτω ἀπὸ τὸ φῶς του τὸ ἄπλετο κατὰ πόσον τὰ αἰσθήματα, οἱ σκέψεις, οἱ ἐπιθυμίες, οἱ πράξεις μας εἶναι χριστιανικὲς ἢ ὄχι. Χριστιανικὲς θὰ εἶναι ἂν στρέφονται πρὸς τὸ νὰ δίνουμε καὶ ἀντίχριστες ἂν στρέφονται πρὸς τὸ νὰ παίρνουμε.
Εἶχε μεγάλο δίκιο, ἀληθινά, ὁ Παῦλος, ποὺ ξεδίπλωνε μπροστὰ στὶς ἀκοὲς σὰν λάβαρο γιὰ τὸν ἀγῶνα τῆς χριστιανικῆς ζωῆς αὐτὸ τὸν μακαρισμό. Εἶχε δίκιο νὰ τὸ κάνει ἀγαπημένο του σύνθημα σὲ κάθε διδασκαλία πρὸς τοὺς ποιμένες καὶ τοὺς πιστούς.
Ὁ Παῦλος μᾶς θυμίζει αὐτὸν τὸ λόγο τοῦ Κυρίου. Τί ἄλλο πιὸ σύντομα, πιὸ ἁπλᾶ, πιὸ καθαρὰ μπορεῖ νὰ τυπώσει στὴν ψυχὴ ὅλο μονομιᾶς τὸ μυστικὸ τοῦ Εὐαγγελίου; Θέλεις νὰ ἀκολουθήσεις τὸν Κύριο; Θέλεις νὰ πατᾶς μὲ τὰ δύο πόδια σου στὸν δρόμο τοῦ παραδείγματός Του; Φοβᾶσαι μήπως ναυαγήσεις στὴν πίστη καὶ στὴν πράξη καὶ ἀποζητᾶς τὴν πυξίδα ποὺ θὰ σὲ ὁδηγεῖ μὲ ἀσφάλεια στὰ ἴχνη τοῦ Ἰησοῦ; Πιάσου ἀπὸ αὐτὸ τὸ σύνθημα τοῦ Παύλου, ἀπὸ αὐτὸ τὸν λόγο τοῦ Κυρίου, κάνε τον καθημερινὸ ἆσμα τῆς ψυχῆς σου, πολικὸ ἀστέρα τοῦ βίου σου, τιμόνι τῶν πράξεών σου, πηγὴ τῶν αἰσθημάτων σου, φῶς τῶν λογισμῶν σου.
Δὲν ὑπάρχουν ἀληθινὰ πλούσιοι πάνω στὴ γῆ, παρὰ μονάχα αὐτοὶ ποὺ διάλεξαν ἀπὸ τὸ νὰ παίρνουν, τό νὰ δίνουν. Αὐτοὶ οἱ φτωχοὶ καὶ ὑστερημένοι, εἶναι στὴν πραγματικότητα οἱ πιὸ πλούσιοι ἀπὸ ὅλους τοὺς πλούσιους τοῦ κόσμου. Γιατί ἔχουν ὁπωσδήποτε τὸν Χριστό μέσα τους, ὅταν τέτοια ροπὴ κυβερνᾶ τὸν βίο τους.
Μακάριο εἶναι νὰ δίνει κανεὶς μᾶλλον παρὰ νὰ παίρνει. Ὑπάρχει, ὅμως, καὶ κάτι ἄλλο ἀπείρως ἀκριβότερο ἀπὸ τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ καὶ τὶς χαρὲς τοῦ κόσμου αὐτοῦ. Κάτι ἄλλο ποὺ καλεῖται ὁ Χριστιανὸς νὰ προσφέρει. Εἶναι δὲ αὐτὸ ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός. Τὸ νὰ κηρύττει κανεί ς μὲ τὰ λόγια καὶ τὴν πολιτεία του τὸν Κύριο, εἶναι ἡ μεγαλύτερη εὐεργεσία, ἡ πιὸ σπουδαία προσφορά. Καὶ καθὼς ἔγραψε κάποιος παλαιὸς Ἅγιος, αὐτὸν τὸν πνευματικὸ πλοῦτο, ἀντίθετα ἀπὸ ὅ,τι συμβαίνει μὲ τὸν ὑλικό, ὅσο τὸν σκορπίζουμε γύρω μας, τόσο αὐξάνει μέσα μας. Προσφέροντας τὸν Χριστό στοὺς ἀδελφούς μας, κατέχουμε ἔτσι τὸν Χριστό μὲ ἀσφάλεια, πλημμυρίζουμε ἀπὸ τὸν Χριστό.
Εἴθε, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἀπὸ σήμερα ποὺ ἀκούσαμε αὐτὸ τὸ σωτήριο ρητὸ τοῦ Χριστοῦ μας, νὰ μὴ σβήσει ποτὲ πλέον ἀπὸ τὴν διάνοιά μας, νὰ μὴ φύγει ἀπὸ τὴν καρδιά μας. Ἀλλὰ νὰ γίνει ἀπὸ δῶ καὶ πέρα ὁ κανόνας τῆς ζωῆς μας, ἡ λυδία λίθος τῶν λογισμῶν μας, ὁδηγὸς τῶν πράξεών μας, ὁ στόχος τῶν πόθων μας. Ἡ ὑπόθεση τῆς σωτηρίας μας βρίσκετε ὅλη σὲ αὐτὸ τὸ ζήτημα: Πώς θὰ ἀπομακρυνθοῦμε ἀπὸ τὸ νὰ παίρνουμε καὶ πὼς θὰ ἀγκαλιάσουμε γερά τό νὰ δίνουμε. Αὐτὸς ὁ ἐναγκαλισμὸς εἶναι ἡ ἀληθινὴ μακαριότητα, ὁλόκληρη κατοχὴ τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶπε γιὰ τὸν Ἑαυτόν Του: ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου δὲν ἦρθε γιὰ νὰ ὑπηρετηθεῖ, ἀλλὰ γιὰ νὰ ὑπηρετήσει· τοῦ Χριστοῦ ποὺ θέλει, ὅσοι Τὸν ἀκολουθοῦν, νὰ κάνουν τὸ ἴδιο.